Η περίπτωση του Λευτέρη Πανταζή, που τον τελευταίο καιρό διατυπώνει τηλεοπτικά την πρόθεσή του να διεκδικήσει την ψήφο των πολιτών το Μάιο, στις εκλογές για το Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, δεν είναι μεμονωμένο φαινόμενο.
Ασφαλώς, από την εκδήλωση της υποψηφιότητας μέχρι την κάλπη μεσολαβούν πολλά και δύσκολα στάδια που ο έμπειρος Λευτέρης Πανταζής γνωρίζει και σίγουρα δεν πρέπει να τα υποτιμά. Το κυριότερο είναι ότι ένας διεκδικητής της δημαρχίας απαραιτήτως πρέπει να συσπειρώσει γύρω του μια δεμένη ομάδα στελεχών με ρίζες στην τοπική κοινωνία και εμπειρία στη διαχείριση των κοινών. Συνεκτικό υλικό της ομάδας αυτής δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτικό πρόγραμμα, μια συγκεκριμένη πρακτική αποτύπωση δηλαδή που προκύπτει από ένα όραμα για την πόλη και την καθημερινότητα, για τα έργα προοπτικής και τη βελτίωση της υποδομής της περιοχής. Ο λαοφιλής Βουλιαγμενιώτης ΛΕΠΑ, που η αλήθεια είναι ότι έχει πολύ περισσότερους φίλους από εχθρούς και έχει αξιοσημείωτες κοινωνικές δεξιότητες όλα αυτά τα χρόνια που κινείται στον πολύ ανταγωνιστικό χώρο της διασκέδασης, δεν φαίνεται να κινείται με αυτές τις προτεραιότητες μέχρι στιγμής. Αυτό κάνει αρκετούς να τηρούν σοβαρές αμφιβολίες για το πού πραγματικά επιθυμεί να φτάσει.
Ωστόσο, με αφορμή τη μεγάλη συζήτηση που έχει ανοίξει η υποψηφιότητα Πανταζή, έρχεται ξανά στην επικαιρότητα το ερώτημα για τη συμμετοχή προσώπων που έχουν μεγάλη αναγνωρισιμότητα στον πολιτικό στίβο. Κι αν το Κοινοβούλιο έχει αδιαμφισβήτητα θέλγητρα για ανθρώπους που μπορούν να συγκεντρώσουν εύκολα χιλιάδες σταυρούς προτίμησης στις εθνικές εκλογές, δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο για τα τοπικά πράγματα, όπου οι κανόνες της αυτοδιοίκησης, γραπτοί και άγραφοι, συνθέτουν ένα άγριο ανάγλυφο:
Οι τοπικές ιδιαιτερότητες απαιτούν βαθιά γνώση των κοινωνικών ισορροπιών, την ίδια στιγμή που ο “Καλλικράτης” σε πολλές περιπτώσεις έχει ενώσει περιοχές που μέχρι το 2010 είχαν εσωτερικά “σύνορα”. Επιπρόσθετα, στους δήμους η άσκηση πολιτικής και διοίκησης είναι άμεση, πολύ προσιτή στον πολίτη, σε αντίθεση με τις μακρινές για όλους, πλην των διαπιστευμένων δημοσιογράφων, συνεδριάσεις της Βουλής, όπου οι εκλεγέντες μπορούν άνετα να …λουφάξουν. Έπειτα, το αυτοδιοίκητο των πόλεων όλο και υποβαθμίζεται, με αποτέλεσμα τα περιθώρια ελιγμών από τις νόρμες που επιβάλλει η κεντρική διοίκηση να είναι όλο και πιο περιορισμένα. Όλα αυτά συνηγορούν στην άποψη ότι η τοπική αυτοδιοίκηση γενικά μιλώντας δεν κάνει για ανθρώπους του “σταρ σίστεμ”, αφού όσοι ασκούν διοίκηση ή αντιπολίτευση πρέπει να λερώνουν συχνά τα χέρια τους στην καθημερινότητα και τα αμείλικτα μικροπροβλήματά της.
Κι όμως, τα παραπάνω δεν απέτρεψαν το διάσημο ερμηνευτή της “Ταραχής” να ταράξει με τη δήλωση υποψηφιότητάς του τα νερά των “3Β”. Ανάλογη περίπτωση είναι αυτή του Ηλία Ψινάκη, της γνωστής τηλε-περσόνας που κατά δήλωσή της θέτει υποψηφιότητα για Δήμαρχος Μαραθώνα. Ο τελευταίος μάλιστα θητεύει από το 2010 στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας, από τα έδρανα του συμβούλου της αντιπολίτευσης. Επίσης, Δήμαρχος Στυλίδας είναι ο γνωστός ηθοποιός Απόστολος Γκλέτσος, που μολονότι είναι εδώ και χρόνια μια πολιτικοποιημένη προσωπικότητα, χρωστά αναμφισβήτητα την εκλογή του στο πρώτο αξίωμα της πόλης του στην αναγνωρισιμότητα που του εξασφάλισε το επάγγελμά του. Με κύριο όπλο την τηλεοπτική του παρουσία κατέβηκε στις προηγούμενες εκλογές και ο παρουσιαστής Γιώργος Αμυράς ως υποψήφιος Δήμαρχος Αθηναίων. Ο Γ. Αμυράς μάλιστα έδωσε στο συνδυασμό του (“Μένουμε Αθήνα”) τον τίτλο της εκπομπής στην κρατική τηλεόραση που τον έκανε γνωστό (“Μένουμε Ελλάδα”). Από το χώρο του θεάματος προήλθε και ο δημοφιλέστατος Χάρρυ Κλυνν (Βασίλης Τριανταφυλλίδης) που από το 2006 ηγείται στην αντιπολίτευση του Δήμου Καλαμαριάς.
Διαφήμιση ή πολιτική;
Μεταξύ διαφήμισης και πολιτικής ο δρόμος δεν είναι όσο μακρύς φαίνεται αρχικά. Σχολή ολόκληρη έχουν οι ΗΠΑ στον τομέα αυτό, ενώ και στα δικά μας πολιτικά πράγματα, θεωρείται αδιανόητο πλέον για ένα πολιτικό κόμμα να συμμετέχει σε εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς πρώτα να έχει υπογράψει συμβόλαια με διαφημιστικές εταιρείες και συμβούλους επικοινωνίας. Όλο και περισσότερο η πολιτική αντιμετωπίζεται σαν προϊόν προς προώθηση και η πολιτική επικοινωνία γίνεται με όρους μάρκετινγκ: Οριοθετούνται ομάδες στόχος, ερευνώνται τάσεις και στάσεις με επιστημονικές μετρήσεις, καθορίζεται από ειδικούς στρατηγική επικοινωνίας.
Εφόσον είναι νόμιμα και θεμιτά όλα τα παραπάνω, δεν θα πρέπει να ξενίζει η συμμετοχή μιας “λαμπερής” προσωπικότητας στο πολιτικό παιχνίδι. Ο ηθοποιός, ο τραγουδιστής, ο τηλεοπτικός δημοσιογράφος ξεπερνά με ευκολία όλα τα εμπόδια της επικοινωνίας γιατί διαθέτει χωρίς καμία πρόσθετη προσπάθεια αυτό για το οποίο όλοι οι επαγγελματίες της επικοινωνίας μοχθούν: Οικειότητα με τον ψηφοφόρο.
Η ενασχόληση με την πολιτική όμως και ακόμη περισσότερο, η ανάδειξη σε πολιτικά αξιώματα, δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, ώστε να αναζητείται ο γρηγορότερος και πιο αποτελεσματικός δρόμος προς την “καρέκλα”. Όσο υποχωρεί στον πολιτικό λόγο η προγραμματική διάσταση των απόψεων, των προτάσεων και των οραμάτων, προς όφελος μιας αποσπασματικής παράθεσης πιασάρικων συνθημάτων, τότε η πολιτική και ο τόπος φτωχαίνει.
Του Γιώργου Λαουτάρη από τον Παλμό Γλυφάδας (11 Ιανουαρίου 2014)
