Μοιραστείτε το
Του Χρήστου Διονυσόπουλου
Ο Μαραθώνιος δρόμος καθιερώθηκε ως άθλημα στους σύγχρονους Ολυμπιακούς Αγώνες, που διεξήχθησαν στην Αθήνα το 1896, σε ανάμνηση του θρυλικού κατορθώματος του Αθηναίου οπλίτη που, το 490 π.Χ., μετέφερε στους συμπολίτες του το χαρμόσυνο μήνυμα της νίκης του Μαραθώνα, όσο πιο γρήγορα μπορούσε, αδιαφορώντας για την ίδια του τη ζωή. Η ιδέα να συμπεριληφθεί ο «Μαραθώνιος δρόμος» στους Ολυμπιακούς Αγώνες ήταν του Γάλλου καθηγητή Michel Breal, υιοθετήθηκε αμέσως από τον κύριο συντελεστή της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων Pierre de Coubertin και έγινε θερμά αποδεκτή από τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή, της οποίας πρόεδρος ήταν ο Δημήτριος Βικέλας. Τη σπουδαιότητα του Μαραθώνιου δρόμου τόνιζε και το γεγονός ότι για τον νικητή αθλοθετήθηκε βαρύτιμο αργυρό κύπελλο, σε αντίθεση με τους νικητές όλων των άλλων αγωνισμάτων, στους οποίους θα απονέμονταν μετάλλια.
Ο «Μαραθώνιος» αποφασίστηκε ότι θα έπρεπε να είχε ως αφετηρία την περιοχή της μάχης και ως τέρμα την Πνύκα της αρχαίας Αθήνας και η απόσταση που καθιερώθηκε, από το 1924 παγκοσμίως, είναι 42.195 μ.
Όμως η αρχαία διαδρομή πρέπει να είχε ως αφετηρία το στρατόπεδο των Αθηναίων και ως τέρμα την αρχαία Αγορά, το Πρυτανείο, η οποία, είτε μέσω Βρανά και Διονύσου είτε μέσω Παλλήνης, κάλυπτε 38 χλμ.
Ο αρχαίος αγγελιαφόρος έτρεξε αμέσως μετά το τέλος της μάχης. Η μάχη έγινε την 16η Βοηδρομιώνος του σεληνιακού Αττικού ημερολογίου που αντιστοιχεί στην 12η Σεπτεμβρίου 490 π.Χ. του Ιουλιανού ημερολογίου. Άρχισε απόγευμα και τελείωσε βράδυ, γύρω στις 8. Οι Αθηναίοι στρατηγοί έστειλαν έναν αγγελιαφόρο για να αναγγείλει το αποτέλεσμα της μάχης στους άρχοντες της πόλης. Ο αγγελιαφόρος αυτός δεν ήταν ο επαγγελματίας δρομοκήρυξ Φειδιππίδης όπως πολλοί πιστεύουν, ο οποίος έτρεξε, αρκετές μέρες πριν τη μάχη, από την Αθήνα μέχρι τη Σπάρτη για να ζητήσει τη βοήθεια των Σπαρτιατών και επέστρεψε.
Ο αγγελιαφόρος λεγόταν Ευκλής και ήταν οπλίτης. Όφειλε να αναγγείλει το μήνυμα φέροντας τον βαρύ εξοπλισμό του, κατά τα ειωθότα, γεγονός που, μαζί με το άγχος που ένιωθε για τη μεγάλη είδηση που μετέφερε, τον οδήγησε στο θάνατο, ενώ πρόλαβε να προφέρει τις λέξεις «χαίρετε» «νικώμεν»!
Την επομένη το πρωί, στις 13 Σεπτεμβρίου 490 π.Χ., γύρω στις 9, οι Αθηναίοι στρατηγοί πληροφορήθηκαν με σήμα ότι ο Περσικός στόλος παρακάμπτει το Σούνιο με κατεύθυνση προς το Φάληρο και, καθώς ο στρατός βρισκόταν ακόμη στον Μαραθώνα, υπήρχε φόβος να παραδώσουν αμαχητί στους Πέρσες την πόλη οι ελάχιστοι πολιτοφύλακες που είχαν παραμείνει εκεί. Στέλλεται τότε δεύτερος αγγελιαφόρος, ο Θέρσιππος ο Ερχιεύς, επαγγελματίας δρομέας, ο οποίος έφτασε έγκαιρα στην πόλη, το απόγευμα της 13ης Σεπτεμβρίου, και «την εν Μαραθώνι μάχην απήγγειλεν», δηλ. περιέγραψε τη μάχη, έδωσε λεπτομέρειες και καθησύχασε την πολιτοφυλακή, πληροφορώντας προφανώς παράλληλα τους άρχοντες ότι ο στρατός οσονούπω καταφθάνει από τον Μαραθώνα για να υπερασπιστεί την πόλη, γεγονός που όντως συνέβη, καθώς οι Πέρσες δεν απετόλμησαν απόβαση όταν είδαν από μακριά την αθηναϊκή φάλαγγα παρατεταγμένη.
Υπάρχουν επομένως δύο Μαραθώνιοι. Ο ένας είναι νυκτερινός, που καλό θα ήταν να γίνεται βράδυ και να παίρνουν μέρος σ’ αυτόν οπλίτες, στις 12 Σεπτεμβρίου, ενώ οι πολίτες μπορούν να τρέχουν την επόμενη μέρα, στις 13 Σεπτεμβρίου, και όχι οποιαδήποτε άλλη μέρα του χρόνου.
Δείτε ακόμα: