Connect with us

Hi, what are you looking for?

Τοπικα Νεα

Οι πρώτοι πρόσφυγες στη Βούλα

Σκάβοντας το άγονο έδαφος για την επιβίωση

Μετά το πρώτο διάστημα έλευσης και πρόχειρης εγκατάστασης των προσφύγων, αποφασίστηκε η ίδρυση ενός προσφυγικού αγροτικού συνοικισμού σε τμήμα του Κτήματος Βάρης της Ιεράς Μονής Πετράκη. Περισσότερα από πέντε χιλιάδες στρέμματα απαλλοτριώθηκαν από το κράτος για το σκοπό αυτό. Οι πρώτοι πρόσφυγες που έφτασαν στην τότε Κοινότητα Βάρης τον Νοέμβριο του 1926 δεν ξεπερνούσαν τις επτά οικογένειες. Μετά από διαπραγματεύσεις με το ντόπιο στοιχείο, εγκαταστάθηκαν κοντά στην περιοχή του Ασυρμάτου Βάρης και έμειναν προσωρινά σε σκηνές που τους παραχώρησε το κράτος. Μέσα σε μικρό όμως χρονικό διάστημα οι γηγενείς κάτοικοι της Βάρης που ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία αντέδρασαν, καθώς μετά την εγκατάσταση των προσφύγων μειώθηκε κατά το ήμισυ ο βοσκότοπός τους. Επίσης, οι ντόπιοι επιδίωκαν φανερά να μοιραστούν οι ίδιοι τα μοναστηριακά χωράφια που επί σειρά δεκαετιών καλλιεργούσαν. 

Για να αποφύγουν περαιτέρω διενέξεις, οι πρόσφυγες συμφώνησαν να μεταφερθούν στην περιοχή Πηγαδάκια. Εκεί έμειναν επίσης μικρό διάστημα, καθώς την άνοιξη του 1927 μετακινήθηκαν για τελευταία φορά και εγκαταστάθηκαν τελικά στην περιοχή γύρω από τον σημερινό ναό Αγίου Ιωάννου. Η απόφαση της δεύτερης μετεγκατάστασης ελήφθη από τους υπαλλήλους του Υπουργείου Γεωργίας, οι οποίοι έκριναν ότι στη νέα αυτή περιοχή το έδαφος ήταν βραχώδες και άρα ακατάλληλο για καλλιέργεια. Έτσι οι ντόπιοι δεν θα έχαναν κανένα προηγούμενο «προνόμιο» και θα εξέλειπαν οι προηγούμενες προστριβές. 

Ειδικά η εγκατάσταση σε μοναστηριακή γη ήταν ιδιαίτερα προβληματική σε σχέση με τις εγκαταστάσεις  στις υπόλοιπες παραχωρούμενες αγροτικές εκτάσεις, καθώς μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της γης καλλιεργούνταν ως τότε, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο το όργωμα και δύσκολη έως ανέφικτη  η εκμετάλλευσή της. Οι περισσότεροι κλήροι που παραχωρήθηκαν στους πρόσφυγες σε όλη σχεδόν την Ελλάδα, στο πλαίσιο της αγροτικής τους αποκατάστασης, βρίσκονταν δίπλα στη θάλασσα, γιατί τα χωράφια αυτά θεωρούνταν από τους ντόπιους μειονεκτικά, καθώς η αλμύρα, η μεγάλη υγρασία και το πετρώδες έδαφος τα καθιστούσαν ασύμφορα και σε κάθε περίπτωση ανταλλάξιμα. 

Στους πρόσφυγες της Βούλας, αντίθετα με το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου αγροτικού προσφυγικού κόσμου στην Ελλάδα, δεν παραχωρήθηκαν σπόροι, ζώα ή γεωργικά εργαλεία

Ο οικισμός ήταν μία έκταση ενενήντα δύο στρεμμάτων (ανάμεσα στις σημερινές οδούς Μικράς Ασίας, Αγίου Ιωάννου, Σμύρνης και Διγενή) ενώ οι μελλοντικοί αγροί απλώνονταν γύρω από τον οικισμό, καλύπτοντας 1.876 στρέμματα. Επιπλέον, προβλέφθηκε κλήρος για το σχολείο και μια μεγάλη ορεινή έκταση 3.157 στρεμμάτων που δεν μοιράστηκε αλλά δόθηκε από κοινού στους κληρούχους προκειμένου να αναπτύξουν κτηνοτροφία. Από το επίσημο έγγραφο των τίτλων κατοχής της προσφυγικής κοινότητας στη Βούλα, προκύπτει ότι κληρούχοι ήταν οι αρχηγοί 41 οικογενειών. 

Μέσα σε λίγους μήνες κάποιοι πρόσφυγες έχτισαν με δικά τους χρήματα λίγα πλινθόκτιστα δωμάτια, ενώ άλλοι πήραν το δάνειο που δικαιούνταν από το υπουργείο Υγιεινής και Προνοίας για την κατασκευή κατοικίας. Στους πρόσφυγες της Βούλας, αντίθετα με το μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου αγροτικού προσφυγικού κόσμου στην Ελλάδα, δεν παραχωρήθηκαν σπόροι, ζώα ή γεωργικά εργαλεία, γεγονός που ανάγκασε τους περισσότερους να νοικιάζουν εργαλεία ή και ζώα από γεωργούς του Κορωπίου ή της Βάρης. Έτσι εξηγείται και η φυγή από την περιοχή κάποιων κληρούχων από τους πρώτους κιόλας μήνες της εγκατάστασής τους, οι οποίοι έσπευσαν να αναζητήσουν εργασία στην πόλη της Αθήνας ή στις όμορες κοινότητες. Οι ίδιοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η πολιτεία ψήφισε νόμο που απειλούσε με αφαίρεση του κλήρου όσους κληρούχους παραμελούσαν τις ιδιοκτησίες τους. Παρά τις δυσκολίες αυτές, οι Μικρασιάτες κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες και κατάφεραν να αναπτύξουν σημαντική αγροτική παραγωγή. Σύμφωνα με μαρτυρίες, λίγοι πρόσφυγες πρόκοψαν από τη γεωργία, καθώς το έδαφος εξακολουθούσε να είναι κακής ποιότητας και το διαθέσιμο νερό άρδευσης λιγοστό. Παρά τις προσπάθειές τους λοιπόν, η αγροτική παραγωγή στη Βούλα αρκούσε μόνο για την κάλυψη των οικογενειακών αναγκών και περίσσευαν ελάχιστες έως καθόλου ποσότητες για εμπόριο. Για τον λόγο αυτό πολλοί κληρούχοι αναγκάστηκαν να αναζητήσουν και άλλους πόρους παράλληλα με τη γεωργία, προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν. 

Σημαντικότερη πηγή εσόδων ήταν η εμπορική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε, παρά τον ακόμη περιορισμένο μόνιμο πληθυσμό και τη μικρή τουριστική κίνηση. Οι πρόσφυγες άνοιξαν ταβέρνες, καφενεία, μπακάλικα και φούρνο ήδη από τα πρώτα χρόνια της εγκατάστασής τους. Άλλοι ασχολήθηκαν με την αλιεία, γι’ αυτό στην περιοχή του δεύτερου αλίπεδου είχαν διαμορφώσει λιμάνι για τις βάρκες τους. Το γραφικό αυτό λιμανάκι καταστράφηκε, όταν η δικτατορία απαλλοτρίωσε το χώρο και διαμόρφωσε ακτή. 


Πηγή κειμένου: Άννα Μουρουγκλού, «Απαρχές της οικιστικής ανάπτυξης στην περιοχή της Βούλας», στο Βούλα, Ιστορία της πόλης και του Δήμου, εκδόσεις Αλέξανδρος, 2004.

Μαίρη Φουρναράκη

Newsletter

Η επικαιρότητα των 3Β κάθε Σάββατο στο email σας

Advertisement