Μοιραστείτε το
Ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας γράφτηκε στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης πριν από ακριβώς 80 χρόνια. Ήταν Φεβρουάριος του 1945 όταν έληξε η μάχη της Αθήνας που έμεινε γνωστή ως «Δεκεμβριανά» και υπήρξε το πρώτο επεισόδιο (όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων) για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο των ετών 1946-1949. Οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές, η επίσημη κυβέρνηση της χώρας από τη μία ως νικητές και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ από την άλλη ως ηττημένοι από την ένοπλη σύγκρουση, κάθισαν γύρω από ένα τραπέζι ώστε να διαπραγματευτούν τους όρους ειρήνευσης.
Ως τόπος των διαβουλεύσεων που διήρκεσαν επί 10 ημέρες επιλέχθηκε η βίλα του βιομήχανου Πέτρου Κανελλόπουλου, ένα κτίσμα που υπάρχει μέχρι και σήμερα και κατοικείται. Στην πραγματικότητα όμως το σπίτι βρίσκεται στη Βάρη, επί της λεωφόρου Ευελπίδων, δηλαδή στα Βλάχικα. Την εποχή εκείνη όμως η Βάρη ήταν κοινωνικά και γεωγραφικά αόρατη, με τα φώτα να πέφτουν αποκλειστικά στο επίνειό της, τη γραφική Βάρκιζα.

Το ρεπορτάζ της εφημερίδας Ελευθερία στις 3 Φεβρουαρίου 1945 χαρακτηρίζει την έπαυλη «μονήρη και ερημικήν όπως το οίκημα του Λιβάνου», παρομοιάζοντας τη συνάντηση με το συνέδριο που είχε πραγματοποιηθεί τον Μάιο του 1944 σε ένα θέρετρο της Βηρυτού μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων και της εξόριστης τότε ελληνικής κυβέρνησης. Οι όροι βέβαια είχαν αλλάξει δραματικά μέσα σε λίγους μήνες. Η επιλογή του χώρου των διαβουλεύσεων καθώς και οι κινήσεις της αντιπροσωπείας του ΕΑΜ κρατήθηκαν μυστικά μέχρι την τελευταία στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Καθημερινή της 1ης Φεβρουαρίου ανέφερε πληροφορίες ότι οι αντάρτες κατέλυσαν είτε στο Ψυχικό είτε στην Κηφισιά. Και το φύλλο της επόμενης ημέρας ανέφερε ότι οι εκπρόσωποι των ανταρτών «είχον καταλύσει εις έπαυλιν εν Βουλιαγμένη».
Η επιλογή της Βάρκιζας
Φαίνεται ότι η επιλογή του τόπου της διάσκεψης δεν ήταν τυχαία. Την τοπογραφία σχολίασε ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης στο μεγάλο του έργο «Ιστορία του ελληνικού εμφυλίου πολέμου»:
«Το όλο σκηνικό προσπαθούσε να αναπλάσει το κλίμα της Διάσκεψης του Λιβάνου, λιγότερο από ένα χρόνο νωρίτερα. Σε μεγάλο βαθμό το πέτυχε. Οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ και του ΚΚΕ βρέθηκαν σε μια κατάσταση απομόνωσης, βαθιά μέσα στο χώρο του αντιπάλου τους. Οι διαπραγματευτικές τεχνικές των Άγγλων δεν ήταν πάντως η αιτία για την κατάληξη της διάσκεψης και θα ήταν υπερβολικό να αποδώσουμε σε αυτές τη μορφή της συμφωνίας που επιτεύχθηκε. Την επαύριο μιας καταστροφικής στρατιωτικής ήττας και με δεδομένες τις δυσκολίες συνέχισης του ένοπλου αγώνα, η Αριστερά δύσκολα θα μπορούσε να πετύχει κάτι καλύτερο».

Ο ρεπόρτερ της Ελευθερίας έκανε μια κινηματογραφικού τύπου περιγραφή του σκηνικού στο οποίο ξεκίνησε η ιστορική συνάντηση:
«Την 10ην μ.μ. ακριβώς η κυβερνητική αντιπροσωπεία μετά της ακολουθίας της επέβη αυτοκινήτων εκ του υπουργείου των Εξωτερικών και ανεχώρησε διά Βάρκιζαν όπου έφθασε την 10.45. Εκεί ευρίσκοντο ήδη οι Εαμικοί. Οι κ.κ. Σιάντος και Παρτσαλίδης με χακί στρατιωτικήν στολήν, αλλ’ άνευ όπλων, τα οποία είχον αποθέσει εις το παραπλεύρως δωμάτιον. Ο κ. Σιάντος μάλιστα μετά του περιστρόφου του είχεν αφαιρέσει και τον ζωστήρα του, κρατών ανά χείρας τα ομματοϋάλυα του τα οποία εφόρει μόνον οσάκις επρόκειτο να αναγνώση. Ο κ. Τσιριμώκος έφερε πολιτικήν ενδυμασίαν με επανωφόρι και ένα καφέ κασκόλ ριγμένο εις τον λαιμό του. Ο κ. Παρτσαλίδης είνε ο περισσότερο σκυθρωπός και προλεταριακός τύπος της διασκέψεως. Εις την αίθουσαν της διασκέψεως εισήλθον πρώτοι οι κυβερνητικοί αντιπρόσωποι. Έλαβον θέσιν εις ένα παραλληλεπίπεδον τραπέζι καλυπτόμενον από απλούν έγχρωμον τραπεζομάνδυλον και περιστοιχιζόμενον από αναπαυτικά καθίσματα. Εις την γωνίαν αι αναλαμπαί ενός τζακιού προσέδιδον μίας, συμβολικήν ίσως, θαλπωρήν εις την ατμόσφαιραν. Παραπλεύρως δύο μικρότερα τραπεζάκια παρεχωρήθησαν εις τους στενογράφους».
Τα παραπολιτικά
Το ενδιαφέρον των πολιτικών συντακτών κέντρισαν διάφορες λεπτομέρειες από τα παραλειπόμενα των συναντήσεων. Υπήρχε τότε η αίσθηση ότι οι μέχρι χθες εμπόλεμοι χαλάρωσαν και ήρθαν κοντά, όχι μόνο πολιτικά αλλά και ψυχικά. Τα διερευνητικά βλέμματα των δημοσιογράφων έπεφταν κατά βάση στους εκπροσώπους του ΕΑΜ, που ο κυβερνητικός Τύπος χαρακτήριζε «στασιαστές».
Γράφει η Βραδυνή της 13ης Φεβρουαρίου: «Επτά πολύωροι συνεδριάσεις. Ηρωικές ολονυχτίες. Πώς να περάσουν; Τα τσιγάρα δίνουν και παίρνουν. Καπνίζουν όλοι μετά μανίας. Υπάρχει όμως και ο εγκρατής. Είναι ο Παρτσαλίδης, που δεν βάζει το τσιγάρο στο στόμα του, αν και προέρχεται από την καπνεργατικήν τάξιν».
Και παρακάτω: «Ο κ. Σιάντος έχει κάποια βουνίσιαν απλότητα και αφέλειαν. Και όμως είναι καμπίσιος. Εις τα διαλείμματα των συσκέψεων ακούει ρουμελιώτικα ανέκδοτα του κ. Μακρόπουλου. Όταν μιλεί, κυττάζει πάντα ψηλά, όπως ένας ιερωμένος του άμβωνος».
Επίσης: «Ο κ. Τσιριμώκος είναι ο κομψός της Εαμικής παρατάξεως. Πάντα καλοντυμένος και φρεσκοξυρισμένος. Οι τρόποι του λεπτοί. Έχει μίαν κοκεταρίαν ασυμβίβαστον προς την περίστασιν».
Και τέλος: «Ο κ. Σιάντος ήτο περιποιητικότατος. Άναβε με τον αναπτήρα του το τσιγάρο του κ. Σοφιανόπουλου και αντήλλασσε περίεργα βλέμματα με τον κ. Μακρόπουλον. Όταν μιλούσε περί αφοπλισμού ο κ. Μακρόπουλος, μονίμως του υπενθύμιζε: – Παρακαλώ, παρακαλώ. Και ψυχικός αφοπλισμός».
Η συμφωνία
Οι δύο πλευρές έδωσαν τα χέρια στις 12 Φεβρουαρίου 1945, στις 4.30 το πρωί στο τέλος μίας δεκάωρης διάσκεψης στη βίλα Κανελλόπουλου. Τότε υπεγράφη ένα περιληπτικό πρωτόκολλο και ακολούθως οι εκπρόσωποι του ΕΑΜ και της κυβέρνησης έδωσαν νέο ραντεβού για τα γραφεία του υπουργείου Εξωτερικών στο κέντρο της Αθήνας, όπου το απόγευμα της ίδιας ημέρας υπέγραψαν το πλήρες κείμενο της ειρήνευσης με τα συνοδευτικά του πρωτόκολλα.

Μετά τις υπογραφές, ο πρόεδρος της διάσκεψης και υπουργός Εξωτερικών Ιωάννης Σοφιανόπουλος έκανε λόγο για «εθνικό έργο»: «Θέλω να ελπίζω ότι η αμοιβαία κατανόησις η οποία εκατέρωθεν επεδείχθη κατά τις δέκα ημέρας της διασκέψεως, θα επιδειχθή και κατά την εφαρμογήν της συμφωνίας», είπε στους δημοσιογράφους.
Στο πρώτο άρθρο της συμφωνίας η κυβέρνηση δεσμεύτηκε για την αποκατάσταση των πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών και την ελευθερία του Τύπου. Με το δεύτερο άρθρο ήρθη ο στρατιωτικός νόμος. Το τρίτο άρθρο υπήρξε αντικείμενο των πιο σημαντικών διαφωνιών και πολλοί πιστεύουν ότι άνοιξε τον δρόμο του εμφυλίου: Αφορούσε τους όρους της αμνηστίας προς τους μαχητές του ΕΛΑΣ η οποία περιοριζόταν στα «πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος» εξαιρώντας «τα συναφή κοινά αδικήματα» καθώς και την περίοδο της αντίστασης. Στην πράξη είχε ήδη ξεκινήσει μια μεγάλη δικαστική εκστρατεία δίωξης συλληφθέντων του ΕΑΜ για «κοινά αδικήματα» που κατέληγε στα εκτελεστικά αποσπάσματα.

Το τέταρτο άρθρο όριζε ότι όλοι οι όμηροι που κρατούσε ο ΕΛΑΣ θα αφεθούν ελεύθεροι. Το πέμπτο και το έκτο άρθρο προέβλεπε τους όρους ανασυγκρότησης του Εθνικού Στρατού και αποστράτευσης του ΕΛΑΣ. Το έβδομο και το όγδοο άρθρο περιέγραφε το πώς θα επανέλθουν σε υπηρεσία απολυθέντες δημόσιοι υπάλληλοι και μέλη των σωμάτων ασφαλείας και αντίστοιχα πώς θα εκκαθαριστούν από δοσίλογους και συνεργάτες των κατακτητών. Τέλος το ένατο άρθρο προέβλεπε δημοψήφισμα για το πολιτειακό ζήτημα εντός του έτους 1945 και κατόπιν εκλογές συντακτικής συνελεύσεως για την κατάρτιση νέου Συντάγματος.
Πολιτικό σύμβολο
Στον Ριζοσπάστη της 20ής Φεβρουαρίου 1945 η διάσκεψη της Βάρκιζας παρουσιάστηκε ως συμφωνία που «εξασφαλίζει την εσωτερική ειρήνη και υπόσχεται την αποκατάσταση των λαϊκών ελευθεριών στη μαρτυρική αυτή γωνιά της γης». Η πραγματικότητα ήταν όμως ότι παρά τις προσπάθειες της ηγεσίας του ΚΚΕ, η βάση του κόμματος αλλά και οι καπετάνιοι του ΕΛΑΣ δεν πείστηκαν και προσέλαβαν τη συμφωνία ως ασυγχώρητη υποχώρηση. Είναι γνωστό ότι ο Άρης Βελουχιώτης έκανε και μια μάταιη προσπάθεια να ανασυστήσει τον ΕΛΑΣ, που στο μεταξύ είχε παραδώσει ένα μεγάλο μέρος του οπλισμού του.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, το 1948, σε ένα άρθρο του ο γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, σε απολογητικό ύφος τόνισε ότι η συμφωνία της Βάρκιζας «ήταν η συνέπεια της στρατιωτικής ήττας που πάθαμε» και αναγνώρισε ότι «αποτελούσε μια υποχώρηση που θα μας επέτρεπε να ανασυντάξουμε τις δυνάμεις μας και να ξαπολύσουμε μια καινούργια επίθεση».
Η οριστική ήττα του Δημοκρατικού Στρατού στον εμφύλιο τον Αύγουστο του 1949 υπήρξε αφορμή για πολλές ιστορικές αναθεωρήσεις της περιόδου που προηγήθηκε αλλά και εσωκομματικές έριδες εντός του ΚΚΕ. Έχοντας διαγραφεί από το κόμμα του, ο Νίκος Ζαχαριάδης το 1962 από την εξορία χαρακτήρισε την υπογραφή της συμφωνίας «πράξη κατάπτωσης και προδοσίας». Έκτοτε η συμφωνία της Βάρκιζας έγινε ένα αρνητικό ορόσημο για την Αριστερά.

Στο επίσημο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ» που συνέγραψαν τα στελέχη του κόμματος τη δεκαετία του 1990 υιοθέτησαν μια άκρως επικριτική θέση, χαρακτηρίζοντας της συμφωνία «απαράδεκτο συμβιβασμό και ουσιαστική συνθηκολόγηση με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές και την ντόπια αντίδραση». Τελικά, το τοπωνύμιο Βάρκιζα καταγράφηκε στην πολιτική ορολογία της χώρας ως συνώνυμο της άνευ όρων παράδοσης, της έλλειψης μαχητικότητας, της συνδιαλλαγής με τον αντίπαλο και της ηττοπάθειας.
Ακόμα και σήμερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θα συναντήσει κανείς τη φράση «Βάρκιζα τέλος», σε φλογερούς πολιτικούς διαλόγους σχετικά με την ιστορία και το μέλλον της Αριστεράς.
