Ποιον εξυπηρετεί η δημοσίευση ιστοριών και ντοκουμέντων από περιστατικά ενδοσχολικής βίας; Τα παιδιά; Τη δημόσια τάξη; Την εκπαιδευτική ομαλότητα; Την κοινωνική εγρήγορση; Τα κλικ των τοπικών μέσων ενημέρωσης; Την τροφοδότηση των διαδικτυακών καφενείων με υλικό για σχολιασμό;
Δεν είναι θεωρητικά ερωτήματα αυτά. Προέκυψαν μέσα στον μήνα που διανύουμε από ένα περιστατικό βίας σε σχολείο της Βούλας που καταγγέλθηκε σε τοπική ιστοσελίδα και κατόπιν πήρε διαστάσεις, τροφοδοτώντας παθιασμένους σχολιαστές ονλάιν και …οφλάιν. Ακολουθούν κάποιες σκέψεις κυρίως για το ρόλο των μέσων ενημέρωσης ως των διαύλων που καθορίζουν τα θέματα της δημόσιας συζήτησης.
Φυσικά, είναι αναντίρρητο ότι περιστατικά βίας ξεσπούν στα ελληνικά σχολεία και βέβαια στη γειτονιά μας. Οι έφηβοι σηκώνουν το χέρι ο ένας εναντίον του άλλου και σαν να μην έφτανε αυτό, βιντεοσκοπούν συχνά και τις πράξεις τους, αφού έχουν πάντα στα χέρια τους τα κατάλληλα εργαλεία, σαν να πρόκειται για στιγμές αξιοθησαύριστες.
Δεν είμαι βέβαιος ωστόσο αν ισχύει η κοινή πεποίθηση ότι η νεανική βία έχει «έξαρση», ότι δηλαδή απαντάται πιο συχνά σε σχέση με το παρελθόν. Δεν υπάρχει κάποια πειστική συγκριτική έρευνα με τις παλαιότερες δεκαετίες που να αποδεικνύει την ποσοτική αύξηση των κρουσμάτων. Και μάλλον δεν θα μπορούσε να υπάρξει, καθώς παλαιότερα κανείς δεν μετρούσε και ίσως δεν έδινε και τόση σημασία στα θέματα αυτά. Υπάρχουν μόνο εμπειρικές παρατηρήσεις και εκτιμήσεις που συνήθως καλύπτονται από τη νοσταλγική και άκρως υποκειμενική αντιμετώπιση του παρελθόντος ως περιοχής εξ ορισμού αγνότερης, σε αντίθεση με το παρηκμασμένο παρόν.
Σε κάθε περίπτωση, η ωμή βία είναι κάτι αποκρουστικό που εγείρει πολλά συναισθήματα: Ψυχικό πόνο στους εμπλεκόμενους, ανησυχία στον περίγυρο, περιέργεια στον ευρύτερο κύκλο. Είναι ένα ανησυχητικό κοινωνικό σύμπτωμα που αφήνει βαθιά τραύματα σε θύματα και θύτες και που υπονομεύει καίρια τη συνοχή μιας κοινότητας αν κανονικοποιηθεί ως συμπεριφορά και τρόπος επίλυσης των αντιθέσεων.
Η βία στα σχολεία πρέπει να αντιμετωπισθεί ως φαινόμενο και να εκλείψει. Αλλά ποιος θα ασχοληθεί με την αντιμετώπιση της ενδοσχολικής βίας; Όλοι μπορούμε να έχουμε άποψη, όμως η βαρύτητα κάθε άποψης δεν είναι η ίδια. Όσο και αν υπάρχει εύλογο δημόσιο ενδιαφέρον, η άκριτη δημοσιοποίηση μεμονωμένων περιστατικών ίσως διαστρεβλώνει το φαινόμενο με τον τρόπο που λειτουργεί ο μηχανισμός παραγωγής ειδήσεων.
Σε μια υποπαράγραφο της λίστας που έχει καθιερωθεί θεσμικά ως κώδικας δεοντολογίας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, αναφέρεται ότι ο δημοσιογράφος οφείλει «να σέβεται την κατοχυρωμένη με διεθνείς συμβάσεις προστασία των ανηλίκων». Πιστεύω ότι ο σεβασμός αυτός μεταφράζεται σε αποστασιοποίηση των μέσων ενημέρωσης από τις ενδοσχολικές υποθέσεις, όταν αυτές αφορούν παραβατικά περιστατικά. Κι αυτό διότι σε αντίθεση με τον κόσμο των ενηλίκων, στους εφήβους τα φαινόμενα απατούν. Ο θύτης από πολλές απόψεις είναι κι αυτός θύμα. Και όταν έχεις μόνο θύματα σε μια σύγκρουση, όπως αυτές που λαμβάνουν χώρα στα σχολεία, κοιτάς να γιατρέψεις τις πληγές και όχι να αποδώσεις δικαιοσύνη με τον τρόπο (και την επιπολαιότητα) των μεγάλων. Και η αλήθεια είναι ότι κανένα ρεπορτάζ δεν μπορεί ποτέ να αποδώσει τη συνθετότητα των ενδοσχολικών σχέσεων. Άλλωστε, συνήθως η δημοσιότητα τροφοδοτείται αποκλειστικά από τη μία πλευρά που ψάχνει το δίκιο της.
Όμως ακόμη και αν ακουστούν ισομερώς και οι δύο πλευρές, η δημοσιοποίηση τέτοιων περιστατικών με λεπτομέρειες και εικόνες, ειδικά στην κλίμακα μιας τοπικής κοινωνίας όπου όλοι πάνω κάτω γνωρίζονται, τελικά πιέζει με τον λάθος τρόπο τους εκπαιδευτικούς και ερεθίζει ασύμμετρα τους εμπλεκόμενους γονείς και την ευρύτερη κοινότητα. Όπως είδαμε να γίνεται αυτές τις μέρες, ένα ρεπορτάζ κοινοποιείται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σχολιάζεται. Έτσι ενεργοποιούνται τα αντανακλαστικά τυχαίων ανθρώπων που καμία σχέση δεν έχουν με τη σχολική κοινότητα, που απέχουν μίλια από το να γνωρίζουν τις βασικές πλευρές της υπόθεσης, όμως παράλληλα θεωρούν ότι το δημόσιο βήμα που κατέχουν ως χρήστες του διαδικτύου, τους παρέχει το δικαίωμα της αυστηρής διατύπωσης κρίσεων, σαν να ήταν λαϊκοί εισαγγελείς.
Πολύ εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί από τέτοιους διαλόγους μια φούσκα δημοσιότητας, που μπορεί πράγματι να πιέσει τους υπεύθυνους για το περιστατικό προς τη λάθος κατεύθυνση αποφάσεων, δεδομένου ότι στο δημόσιο λόγο ακούγονται πιο ηχηρά όσες θέσεις απαιτούν αυστηρότητα και αποσιωπούνται οι θέσεις υπέρ μιας παιδαγωγικής ηπιότητας, καθώς οι δεύτερες δεν έχουν καν θέση σε αυτό το πεδίο διαλόγου. Άλλωστε, η ίδια η δημοσιοποίηση μεγεθύνει δυσανάλογα ένα συμβάν, καθώς για κάθε περιστατικό που μαθαίνουμε υπάρχουν πιθανότατα άλλα δέκα που αντιμετωπίζονται εσωτερικά και με διακριτικότητα.
Οπωσδήποτε ένας δημοσιογράφος με πληροφορίες και υλικό στα χέρια του έχει μια ενδόμυχη παρόρμηση να δημοσιεύσει, γιατί αυτή είναι η φύση του επαγγέλματος. Ναι, η κοινότητα δικαιούται να γνωρίζει τι συμβαίνει στα σχολεία. Ας αφήσουμε όμως το πεδίο αυτό στους ειδικούς.