Κυκλοφορεί μια διάχυτη ανησυχία ότι στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης έχουν ενσκήψει στίφη πάμπλουτων νέων κατοίκων που απειλούν τους παλιούς δημότες με εξοστρακισμό. Το «θα γίνουμε ξένοι στον τόπο μας» πυροδοτείται κυρίως από τους τακτικά επαναλαμβανόμενους τίτλους ειδήσεων για τις τιμές των ακινήτων στην αθηναϊκή ριβιέρα, από την εντατική εκστρατεία επικοινωνίας της επένδυσης στο Ελληνικό αλλά και από τους τιμοκαταλόγους συγκεκριμένων επιχειρήσεων στην εστίαση και τον τουρισμό.
Το περίεργο αυτό σενάριο εντάσσεται μάλλον στην επίκαιρη (διά στόματος υπουργού) ξενοφοβική ρητορική περί επικείμενης «αντικατάστασης πληθυσμού» με μια ενδιαφέρουσα ταξική αντιστροφή ρόλων: Αν η Ευρώπη απειλείται, κατά την αντίληψη αυτή, από τους φτωχοδιάβολους του αναπτυσσόμενου κόσμου που έρχονται υποτίθεται να μολύνουν την ήπειρο με το ισλάμ, η αθηναϊκή ριβιέρα πολιορκείται από την εμπροσθοφυλακή του παγκόσμιου συσσωρευμένου πλούτου που σχεδιάζει μεθοδικά να εξαγοράσει μια πόλη ριζόρτ. Τα δεδομένα αλλά και η κοινή λογική πάντως, καταρρίπτουν τις υποθέσεις αυτές. Εμείς ας δούμε την δεύτερη.
Η τελευταία απογραφή πληθυσμού που πραγματοποιήθηκε το 2021-2022 αποτύπωσε ότι οι Έλληνες υπήκοοι αποτελούν το 91% του μόνιμου πληθυσμού στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης (47.973 κάτοικοι από τους 52.546). Οι κάτοικοι ξένης ιθαγένειας είναι 4.573, από τους οποίους μόλις οι 2.182, δηλαδή το 4% του συνόλου, προέρχονται από τρίτες χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν συγκρίνουμε το ποσοστό αυτό με τα στοιχεία από το σύνολο της χώρας, προκύπτει ότι στα 3Β μένουν αναλογικά πολύ λιγότεροι αλλοδαποί. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών αντιπροσωπεύουν περίπου το 7% του μόνιμου πληθυσμού της Ελλάδας βάσει της ίδιας απογραφής.
Το δε πρόγραμμα της «χρυσής βίζα» δεν έχει την έκταση που ίσως πιστεύουν πολλοί. Συνολικά σήμερα, για ολόκληρη τη χώρα, είναι ενεργές 13.549 τέτοιες άδειες (που έχουν 5ετή διάρκεια και μπορούν να ανανεώνονται υπό προϋποθέσεις). Δυστυχώς δεν υπάρχουν τοπικά διαθέσιμα στοιχεία, όμως κατανοεί εύκολα κανείς ότι ακόμα και αν το συγκεκριμένο πρόγραμμα εκτοξευτεί, η πραγματική του επίδραση στην αναλογία του πληθυσμού εντός ενός μόνο Δήμου θα είναι πρακτικά ανεπαίσθητη.
Οι τιμές των ακινήτων από την άλλη μεριά περιγράφουν μια νέα πραγματικότητα. Ότι όσοι αποκτούν ιδιόκτητες κατοικίες στις μέρες μας στη Βουλιαγμένη και τη Βούλα πιθανότατα ανήκουν στα ανώτερα εισοδηματικά επίπεδα. Τα στοιχεία της δημοφιλούς ιστοσελίδας spitogatos για το β’ τρίμηνο του 2025 δείχνουν ότι η μέση ζητούμενη τιμή ανά τετραγωνικό μέτρο για αγορά σπιτιού στη Βουλιαγμένη ανέρχεται σε 7.614 ευρώ και στη Βούλα σε 6.104 ευρώ. Οι δύο αυτές περιοχές είναι και οι ακριβότερες της Ελλάδας σήμερα, αφήνοντας την τρίτη θέση στη Γλυφάδα.
Το δεδομένο αυτό ωστόσο μάλλον υπερεκτιμάται. Η παγιωμένη εδώ και πολλές δεκαετίες κοινωνική φυσιογνωμία του Δήμου όπως αποτυπώνεται στην ανθρωπογεωγραφία της, δεν μπορεί να αλλάξει από τη συγκεκριμένη τάση στην αγορά ακινήτων, που αφορά πολύ μικρό αριθμό νέων νοικοκυριών και μπορεί να αποδειχθεί τελικά και συγκυριακή. Ως προς τις τιμές των ενοικίων πάλι, τα 3Β ακολουθούν τη γενική τάση που φουσκώνει τα μισθώματα, διαμορφώνοντας το τρέχον φαινόμενο της στεγαστικής κρίσης. Πράγματι, θα υπάρχουν ενοικιαστές που αναγκάστηκαν να μετακομίσουν σε άλλες περιοχές του Λεκανοπεδίου. Αλλά ας μην φτάνουμε και σε απόλυτες εκτιμήσεις. Σήμερα (με μια πρόχειρη διαδικτυακή αναζήτηση) βρίσκει κανείς διαμέρισμα 110 τ.μ. στη Βάρη με ενοίκιο 700 ευρώ (6,36 ευρώ/τ.μ.).
Το αίσθημα απειλής που βιώνουν αρκετοί ίσως προέρχεται από το λάιφσταϊλ της περιοχής, όπως αυτό διαμορφώνεται στο δημόσιο χώρο από τις επιχειρήσεις. Πολλά νέα εστιατόρια στοχεύουν σε συγκεκριμένα κοινά με ανεβασμένες τιμές, ενώ όλα τα καταστήματα για να είναι βιώσιμα στη Βουλιαγμένη ειδικά αλλά και σε Βούλα και Βάρκιζα, πρέπει να προσαρμόσουν την τιμολογιακή πολιτική τους στα πολύ υψηλά μισθώματα που καλούνται να καταβάλουν. Οι πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες, τα σκάφη, τα ακριβά αυτοκίνητα, οι φωτογραφήσεις διάφορων προσωπικοτήτων αποπνέουν μια αύρα γκλαμουριάς ολότελα ξένη προς τη συντριπτική πλειοψηφία της τοπικής κοινωνίας.
Διαμορφώνεται έτσι ένα κυρίαρχο προφίλ της περιοχής, ως πόλος «ποιοτικών», δηλαδή εύπορων, επισκεπτών. Και το γεγονός αυτό ίσως αποξενώνει πολλούς παλαιούς κατοίκους οι οποίοι θυμούνται τα παλιά, πιο ταπεινά και απλά στέκια και καταστήματα, σε ένα περιβάλλον απροσποίητης απλότητας και αυθεντικότητας που, κακά τα ψέματα, δεν υπάρχει πια. Και πάλι όμως, οι γενικεύσεις κρύβουν την αλήθεια. Ένα τυλιχτό σουβλάκι κοστίζει 3,5 ευρώ και ένα παγωτό 3 ευρώ στην πλατεία της Βουλιαγμένης, όσο δηλαδή και στο κέντρο της Αθήνας. Η περίφημη ριβιέρα αποδεικνύεται καθημερινά φιλόξενη για όλους και οι δυναμικές της αγοράς είναι βέβαιο ότι θα διασφαλίσουν να παρέχονται υπηρεσίες σε όλες τις κατηγορίες επισκεπτών.