Σποραδικά αποτυπώματα ενός τρόπου ζωής που πλέον σβήνει στην περιοχή, οι εναπομείνασες μονοκατοικίες στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης συνιστούν το τελευταίο οχυρό αντίστασης στην οικοδομική επέλαση της αντιπαροχής. Μια σειρά από παράγοντες όπως η αυξημένη δημοφιλία της προαστιακής ζωής, η ραγδαία άνοδος στην αξία της γης και βέβαια η ευνοϊκή για το τσιμέντο πολεοδομική νομοθεσία συνέβαλαν ώστε τα παλιά χαμηλά σπίτια που στέγαζαν ένα ή δύο νοικοκυριά να δίνουν τη θέση τους με καταιγιστικούς ρυθμούς σε πολυόροφα νέα κτήρια που άλλαξαν μέσα στις δεκαετίες ριζικά το τοπίο στη Βουλιαγμένη, τη Βάρκιζα, τη Βάρη και τη Βούλα.
Πρόσφατη έρευνα της εφημερίδας Καθημερινή αποκάλυψε ότι μόνο κατά τα τελευταία έξι χρόνια έχουν κατεδαφιστεί 283 μονοκατοικίες στον Δήμο των 3Β, επιβεβαιώνοντας το διάχυτο αίσθημα της ρυμοτομικής ασφυξίας που συνέπεσε -όχι τυχαία- με την έναρξη εφαρμογής του Νέου Οικοδομικού Κανονισμού στη χώρα.
Κατεδαφίσεις μονοκατοικιών στην Αττική
2019-2024

Κατεδαφίσεις μονοκατοικιών ανά έτος
στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης

Τα στοιχεία για τις κατεδαφίσεις αντλήθηκαν από την έρευνα του Γιώργου Λιάλιου με τίτλο Ο διαρκής θάνατος της μονοκατοικίας που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 26/1/2025
Ο «Δημοσιογράφος» απευθύνθηκε σε ιδιοκτήτες μονοκατοικιών και διπλοκατοικιών της περιοχής που αποκρούουν σταθερά τις προτάσεις των επαγγελματιών του real estate και αρνούνται να παραχωρήσουν την ποιότητα ζωής της μονοκατοικίας, ανεξαρτήτως του μεγάλου κόστους που επωμίζονται. Μιλούν για τα ωφέλη και το κόστος της επιλογής τους και περιγράφουν πώς εξελίσσονται με τα χρόνια οι γειτονιές.
«Θα έπρεπε η πολιτεία να μας ενθαρρύνει που προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη γειτονιά ανθρώπινη»
~~
«Η απορία μου είναι πού βρίσκουν τα τηλέφωνα οι μεσίτες για να μας κάνουν κρούσεις»
~~
«Το καλοκαίρι ανοίγοντας την πόρτα του κήπου μπαίνω σε ένα διαφορετικό κλίμα με αισθητά χαμηλότερη θερμοκρασία»
~~
«Εγώ το σπίτι μου το αγαπώ, δεν θέλω να το χάσω και δεν θέλω να το δω να γκρεμίζεται»
Η διαπάλη του ’80
Η οικογένεια της Αθηνάς Αναστασίου έφτασε στη Βουλιαγμένη τη δεκαετία του ’50. Ο παππούς της έκανε αυτή την επιλογή ζωής επειδή στην Αθήνα, στην Αγίου Μελετίου όπου έμεναν, οι πολυκατοικίες έκλειναν ήδη απειλητικά τον ορίζοντα και ο άνθρωπος ζητούσε ανάσες στην εξοχή. Το 1961 η παλιά κατοικία του οικοπέδου έγινε διπλοκατοικία και από τότε παραμένει ένα χαρακτηριστικό κτήριο της περιοχής με περίβολο από την περίφημη κόκκινη πέτρα της Βάρκιζας. Η συνομιλήτριά μας θυμάται πως «τότε γύρω μας υπήρχαν μόνο μικρές μονοκατοικίες, καμία πολυκατοικία και χωματόδρομοι». Επισημαίνει ότι η ανοικοδόμηση πολυκατοικιών στη Βουλιαγμένη ξεκίνησε επί δημαρχίας Καραγεώργου, ο οποίος ήταν και ο ίδιος εργολάβος.
Αρχικά οι πολυκατοικίες ήταν χαμηλές αλλά σταδιακά πήραν ύψος. Το ζήτημα της ανοικοδόμησης, όπως ανακαλεί, μπήκε από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 στην πολιτική διαπάλη της τότε κοινότητας. «Αυτή η ανορθόδοξη ρυμοτόμηση και οι φοβερές άδειες που δόθηκαν έκαναν τον Γρηγόρη Κασιδόκωστα να κατέβει στην πολιτική. Διεκδίκησε τη δημαρχία για να το σταματήσει. Θυμάμαι έναν από τους πρώτους λόγους του σε ένα σπίτι Βουλιαγμενιωτών. Τότε είχε πει ότι εκείνο που τον κάνει να κατέβει είναι η επιθυμία του η Βουλιαγμένη να παραμείνει όπως ήταν, χωρίς πολυκατοικίες».

Σήμερα το σπίτι της γίνεται τακτικά στόχος κρούσης από μεσίτες. «Δεν προχωράμε σε καμία συζήτηση. Εμείς που αντιστεκόμαστε σε αυτό το καθεστώς και που θέλουμε να παραμείνουμε όσο ζούμε και αντέχουμε σε μονοκατοικία, μας επιβάλλει το κράτος φόρο κάθε χρόνο ακόμα και για την έκταση δεν έχουμε χτίσει. Θα έπρεπε η πολιτεία να μας ενθαρρύνει που προσπαθούμε να διατηρήσουμε τη γειτονιά ανθρώπινη», σημειώνει η Αθηνά Αναστασίου. Και προσθέτει: «Η οικογένειά μου έχει πολλούς λόγους να παραμείνει το σπίτι μας ως έχει. Δεν θέλουμε τις πολυκατοικίες. Πονάω κάθε δεντράκι και κάθε φυλλαράκι αυτού του χώρου, στον κήπο μου».
«Μονοκατοικία για συναισθηματικούς λόγους»
Συζητήσαμε με μια οικογένεια της Βουλιαγμένης που διατηρεί μια άριστη μονοκατοικία και θέλησε να μείνει ανώνυμη. Συμβατικά ονομάζουμε τον συνομιλητή μας κ. Δ (το γράμμα δεν αντιστοιχεί στο ονοματεπώνυμό του). «Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν έχουν γίνει καινούργια κτίρια στη γειτονιά», παρατηρεί, «έχουν όμως γίνει αρκετές ανακαινίσεις -προφανώς για Airbnb- και βλέπουμε αρκετούς ξένους οι οποίοι προφανώς είναι επισκέπτες βραχυχρόνιας μίσθωσης». Στο ερώτημα αν έχουν δεχτεί προτάσεις από επαγγελματίες των ακινήτων ο κ. Δ απαντά: «Ναι, δεχόμαστε τηλεφωνήματα από μεσίτες αν ενδιαφερόμαστε για πώληση της μονοκατοικίας. Επειδή είναι κοφτά αρνητική η απάντηση, δεν έχουμε μπει σε διαδικασία να συζητήσουμε προτάσεις. Η απορία μου βέβαια είναι πού βρίσκουν τα τηλέφωνα».

Η συζήτησή μας κατευθύνεται στους λόγους που σήμερα οδηγούν σήμερα πολλούς ιδιοκτήτες στη λύση της αντιπαροχής. Γιατί οι ίδιοι επιμένουν στη μονοκατοικία; «Γιατί είναι συναισθηματικοί οι λόγοι και προς το παρόν δεν τίθεται θέμα διαμοιρασμού του ακινήτου», απαντά ο κ. Δ. Προσθέτει βέβαια ότι η επιλογή αυτή απαιτεί σήμερα υψηλά εισοδήματα, ειδικά στη Βουλιαγμένη. Και αναλύει: «Ο ΕΝΦΙΑ εξακολουθεί να είναι υψηλός αν και μειώθηκε. Σήμερα για εμάς ανέρχεται σε περίπου 7.000 ευρώ το έτος και παλαιότερα άγγιζε και τις 11.000 ευρώ το έτος. Νομίζω ότι αυτός είναι ο λόγος που πολλοί ιδιοκτήτες μονοκατοικιών δεν άντεξαν το κόστος και πούλησαν τα οικόπεδα».
«Η Βάρκιζα άλλαξε επί δικτατορίας»
Ένα χαρακτηριστικό σπίτι με κόκκινη πέτρα στη Βάρκιζα είναι αυτό στο οποίο ζει από το 1960 η Λυδία Αργυροπούλου, πρώην πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης. Η οικογένειά της έκανε μια μεγάλη ανακαίνιση το έτος 2000, όμως αρνήθηκαν την προοπτική να προσθέσουν όροφο και να επεκταθούν στα εκατοντάδες επιπλέον τετραγωνικά που επιτρέπει ο συντελεστής δόμησης. «Θέλω να έχω την ανεξαρτησία μου», εξηγεί και στα πλεονεκτήματα της μονοκατοικίας συγκαταλέγει: «Στον κήπο έχω τα ζώα μου, τα καλοκαίρια εδώ μπορούν και παίζουν τα παιδιά. Έχουμε το πράσινο και τη δροσιά. Όταν επιστρέφω σπίτι το καλοκαίρι, ανοίγοντας την πόρτα του κήπου μπαίνω σε ένα διαφορετικό κλίμα με αισθητά χαμηλότερη θερμοκρασία». Στη Βάρκιζα το κόστος του ΕΝΦΙΑ δεν είναι τόσο υψηλό όσο στη Βουλιαγμένη. «Το βασικό κόστος είναι η συντήρηση», εξηγεί η Λυδία Αργυροπούλου. «Κατά την ανακαίνιση προ εικοσαετίας, έπρεπε να ξηλώσουμε τα πάντα, υδραυλικά και ηλεκτρολογικά. Πρόβλημα παραμένει η αποχέτευση που χρειάζεται συνέχεια συντήρηση».

Σχολιάζοντας την εξέλιξη της γειτονιάς, επισημαίνει ότι δεν έχει «φορτωθεί» με πολυκατοικίες και ότι παραμένουν τα παλιά σπίτια. Και επισημαίνει: «Η Βάρκιζα άλλαξε δυστυχώς επί δικτατορίας, όταν επετράπησαν οι μεγάλες πολυκατοικίες και κατασκευάστηκαν κάτι μεγαθήρια, πάρα πολύ ψηλά για τα μέτρα της Βάρκιζας και με πολύ μικρά διαμερίσματα». Σήμερα «αντιστέκονται οι πολύ παλιοί Βαρκιζιώτες, εκείνοι που έχουν ζήσει στις μονοκατοικίες και στενοχωριούνται να αποχωριστούν τα σπίτια τους. Τα εγγόνια όμως και οι επίγονοι λογικό είναι να σκεφτούν την αντιπαροχή ώστε να πάρουν αρκετά διαμερίσματα και να αποκτήσουν εισόδημα. Έχει ανέβει η περιοχή και τα κίνητρα είναι πολλά».
Η συνομιλήτριά μας παρατηρεί ότι ο ΝΟΚ «ήταν πολύ άδικος για τους υπόλοιπους ιδιοκτήτες», καθώς οι επιπλέον όροφοι που δομήθηκαν αυτό το διάστημα έκοψαν ξαφνικά τη θέα σε πολλούς και τελικά οι παρεμβάσεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές. «Όσοι πρόλαβαν επωφελήθηκαν. Τουλάχιστον με το εντέλλεσθε του Δημάρχου γλιτώσαμε μια τουλάχιστον θηριώδη πολυκατοικία κοντά μας». Η ζημιά ωστόσο του ΝΟΚ θα παραμείνει και στο μέλλον διότι «πλέον σκάβεται όλο το οικόπεδο και δεν μπορεί να φυτρώσει τίποτα. Σιγά σιγά θα αλλάξει και το κλίμα χωρίς τα δέντρα στην πόλη μας».

«Κάποτε είχαμε παράγκες γύρω μας»
Σε μια μονοκατοικία του 1972 στη Βουλιαγμένη κατοικεί σήμερα η κυρία Μαρία Μουρίκη. Θυμάται την εικόνα της γειτονιάς τότε: «Δίπλα μας ήταν ένα πέτρινο παλιό σπίτι με λακούβες στον κήπο, παρακάτω ένα άδειο οικόπεδο και δίπλα μια παράγκα. Απέναντι άλλο ένα πέτρινο σπίτι και δίπλα του άλλη μία παράγκα. Κάποτε είχαμε παράγκες γύρω μας, τώρα πολυκατοικίες». Γνωρίζει ότι λίγα από τα παλιά σπίτια παραμένουν από επιλογή των ιδιοκτητών τους στην παλιά κλίμακα. Κάποιες μονοκατοικίες δεν προχωρούν σε αντιπαροχή λόγω διαφωνιών των κληρονόμων. «Όλη την ώρα βρίσκω στο γραμματοκιβώτιο επιστολές από μεσιτικά γραφεία για το αν πουλάω. Δεν απάντησα ποτέ διότι δεν πρόκειται να το δώσουμε για αντιπαροχή. Δεν ξέρω τι θα κάνουν τα παιδιά μας αργότερα, πάντως για την ώρα παραμένει ως έχει».
Αναφέρει ως λόγους της επιλογής της την ποιότητα ζωής που της προσφέρει και βέβαια το συναισθηματικό κομμάτι: «Εγώ το σπίτι μου το αγαπώ, έχω έναν πολύ όμορφο κήπο, δεν θέλω να το χάσω και δεν θέλω να το δω να γκρεμίζεται». Οι επόμενες γενιές ίσως οδηγηθούν στην κατεδάφιση, αλλά όχι για μια νέα πολυκατοικία παρά για να στεγαστούν και τα τρία της παιδιά, όπως προβάλλει την εικόνα στο μέλλον. Το κόστος της επιλογής της μονοκατοικίας δεν είναι ευκαταφρόνητο: Σε περίπου 20.000 ευρώ ανέρχεται ο ΕΝΦΙΑ ενώ στα μηνιαία έξοδα προστίθεται ο κηπουρός και ο καθαριστής για το μεγάλο σπίτι. Όμως «δουλέψαμε μια ζωή και νομίζω ότι το αξίζουμε».