Στη Βουλιαγμένη γράφτηκε ένα μικρό αλλά όχι ασήμαντο κομμάτι της ιστορίας της Σαουδικής Αραβίας. Το ειδυλλιακό Καβούρι ήταν μεταξύ των ετών 1965 και 1969 ο τόπος εξορίας και τελικά θανάτου του έκπτωτου βασιλιά Σαούντ, μια ιστορία που έμεινε ανεξίτηλη μέχρι σήμερα στη συλλογική μνήμη της περιοχής, έδωσε πολυάριθμα πρωτοσέλιδα και αναλυτικά ρεπορτάζ σε όλες τις πανελλαδικές εφημερίδες ενώ πέρασε και στον κινηματογράφο.


Ο Ιμπν Σαούντ όπως έμεινε γνωστός (το πλήρες όνομά του στα Αραβικά είναι Σαούντ Ιμπν Αμπντ αλ Αζίζ αλ Φαϊζάλ αλ Σαούντ) κληρονόμησε το θρόνο της Σαουδικής Αραβίας τον Νοέμβριο του 1953 ως γιος του ιδρυτή της χώρας. Βρέθηκε όμως σύντομα σε διαμάχη με τον αδελφό του, Φαϊζάλ, ο οποίος τον Νοέμβριο του 1964 του πήρε την εξουσία.
Με διαταραγμένη υγεία αναζήτησε έναν τόπο ανάρρωσης μακριά από την πατρίδα του και μεταξύ της Γενεύης και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, επέλεξε τη Βουλιαγμένη και το παραλιακό ξενοδοχείο «Καβούρι», που βρισκόταν στο υπό ανακαίνιση σήμερα μεγάλο ακίνητο των οδών Ιφιγενείας και Ηλίου.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, έφτασε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 2 Φεβρουαρίου 1965 με 12 συζύγους, 15 πρίγκιπες, 12 πριγκίπισσες και 200 βαλίτσες αφήνοντας τον ελληνικό Τύπο και την κοινή γνώμη να παραληρεί για την πρωτοφανή για τα μέτρα της εποχής επίδειξη τρυφηλότητας και πολυτελούς εξωτισμού. «Έχασε τον τίτλο του αλλά όχι και τον πλούτο του» ήταν το σχόλιο του συντάκτη της εφημερίδας «Ελευθερία» η οποία μαζί με άλλα έντυπα της εποχής κάλυπτε σε μόνιμη βάση κάθε κίνηση του υψηλού επισκέπτη με διαπιστευμένους συντάκτες που λάμβαναν ενημέρωση από επίσημο εκπρόσωπο Τύπου του Σαούντ.

Επί της ουσίας, ο τέως Σαουδάραβας βασιλιάς κατέλαβε όλο το ξενοδοχείο, κρατώντας για τον εαυτό του το δωμάτιο 332 που βρισκόταν σε έναν ενδιάμεσο όροφο. Στον τέταρτο από πάνω εγκαταστάθηκαν οι πρίγκηπες και οι άρρενες της ακολουθίας και στον τρίτο όροφο από κάτω οι πριγκίπισσες και οι σύζυγοι. Στον δεύτερο έμεναν οι γραμματείς και οι λοιποί αυλικοί, μια ακολουθία που ξεπερνούσε συνολικά τα 120 άτομα.
Τον Μάρτιο του 1965 ο δημοσιογράφος της «Ελευθερίας» περιέγραφε: «Η ζωή του Ιμπν Σαούντ στο ξενοδοχείο Καβούρι εξακολουθεί να κυλά ανάμεσα σε ακριβοπληρωμένη γαλήνη. Πολλές ώρες ύπνου και αναπαύσεως, θαλασσινοί περίπατοι και σύντομες εκδρομές με το αυτοκίνητο. Κάθε μεσημέρι και βράδυ κάθεται στο πλούσιο τραπέζι μαζί με όλους τους γιους και τις θυγατέρες του».

Για τις εκδρομές του παρέλαβε μάλιστα μια καινούργια οκταθέσια Κάντιλακ, ενώ η γενναιοδωρία του έμεινε παροιμιώδης, αφού μοίραζε σε αγνώστους χρυσά ρολόγια και άλλα πολύτιμα δώρα. Είναι προφανώς η πηγή για τον αρχετυπικό πάμπλουτο και ανοιχτοχέρη Άραβα που ενσάρκωσε ο Κώστας Βουτσάς στην κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη «Ο Ξυπόλητος Πρίγκηψ» η οποία προβλήθηκε πρώτη φορά τον Δεκέμβριο του 1966.
Οι ατίθασοι γιοι του έκπτωτου μονάρχη προκάλεσαν αρκετά αυτοκινητιστικά ατυχήματα οδηγώντας πανάκριβα αυτοκίνητα. Στις 21 Μαΐου 1965 ένας από τους πρίγκιπες οδηγώντας μια Μαζεράτι στην παραλιακή λεωφόρο τραυμάτισε σοβαρά δύο άτομα. Για την υπόθεση αυτή δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 7 μηνών, εξαγόρασε όμως την ποινή του και αφέθηκε ελεύθερος.
Έχει ενδιαφέρον ότι παρότι ο Σαούντ είχε χάσει την εξουσία του, οι εκπρόσωποι των ελληνικών αρχών του συμπεριφέρονταν ως αρχηγό κράτους. Καθώς έφευγε συχνά από το Καβούρι για διάφορα ταξίδια στο εξωτερικό, κάθε φορά που επέστρεφε στο αεροδρόμιο τον υποδεχόταν μια πολυάριθμη επίσημη αντιπροσωπεία που περιελάμβανε υπουργό, Δημάρχους, τον αρχηγό της Αστυνομίας και τιμητικό στρατιωτικό άγημα. Πολλοί βέβαια ήταν αυτοί που ευεργετήθηκαν κατά τη διάρκεια της παραμονής του Σαουδάραβα στην Αττική.

Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, μόνο μέχρι το τέλος του 1966 ο Σαούντ και η συνοδεία του είχε δαπανήσει στη χώρα μας για έξοδα διαμονής και διάφορες ευεργεσίες το ποσό των 12 εκατομμυρίων δολαρίων.
Ένα αξιόλογο τοπικό στιγμιότυπο ήταν η επίσκεψη του Κοινοτικού Συμβουλίου Βουλιαγμένης στον υψηλό φιλοξενούμενο από την αραβική χερσόνησο. Στο προδικτατορικό συμβούλιο εκλεγμένος Κοινοτάρχης ήταν ο Πάνος Αδαμόπουλος, ενώ ο Πατρίκιος Καραγεώργος ήταν τότε επικεφαλής της αντιπολίτευσης. Οι καλεσμένοι του Σαούντ συνομίλησαν μαζί του, φωτογραφήθηκαν αλλά κατά τους βασιλικούς τύπους δεν συνέφαγαν με τον τέως μονάρχη ο οποίος δείπνησε μόνος, αλλά με εκπροσώπους του, «κοινούς» θνητούς. Ένα από τα πλούσια φιλοδωρήματα του Σαούντ κατευθύνθηκε στο Δημοτικό Σχολείο Βουλιαγμένης.
Από το τέλος του 1966 ο Σαούντ μεθόδευσε την επάνοδό του στον θρόνο με ταξίδια στο Ιράκ και την Αίγυπτο. Δεν τα κατάφερε όμως και με κλονισμένη υγεία ο θάνατος τον βρήκε στο δωμάτιό του στο Καβούρι στις 23 Φεβρουαρίου 1969, σε ηλικία 67 ετών. Σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Μακεδονία», οι ιατροί διέγνωσαν καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ τους συγγενείς στη Βουλιαγμένη έσπευσε να συλλυπηθεί εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης ο δικτάτορας Στέλιος Παττακός. Η σορός του Σαούντ μεταφέρθηκε την επομένη στη Μέκκα και το Ριάντ, όπου κηδεύτηκε με απλότητα, παρόντος του βασιλιά αδερφού του.


