Μοιραστείτε το
Ο δημόσιος λόγος σε τοπικό επίπεδο για τους ρομά είναι απάνθρωπος και ντροπιαστικός. Σε τοπικές διαδικτυακές ομάδες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ξεχειλίζει η οργή. Δημοσιεύονται φωτογραφικά τεκμήρια πραγματικών ή υποτιθέμενων παραβάσεων για να ακολουθήσουν ρατσιστικά σχόλια και εκκλήσεις στις αρχές να επέμβουν.
Ένα τοπικό «δικό μας» αστείο έχει καθιερώσει να αναφέρονται στις ομάδες αυτές οι ρομά ειρωνικά ως «επενδυτές», μια εξυπνακίστικη απάντηση στην πρακτική κάποιων χρηστών να κάνουν αναφορά των σχολίων που περιέχουν τα παράγωγα της λέξης «γύφτος» ως ρατσιστικά. Στο Δημοτικό Συμβούλιο στα τέλη του Ιουλίου μέλος της αντιπολίτευσης κατήγγειλε σε έντονο ύφος ότι η παρουσία ρομά στη Βάρκιζα ισοδυναμεί με κατάληψη δημόσιου χώρου, ζητώντας αόριστα λύσεις από τη δημοτική αρχή. Η ολοσχερής απουσία αντιλόγου στην εξόφθαλμα ρατσιστική αυτή ρητορική τείνει να νομιμοποιήσει το μίσος και να κανονικοποιήσει μια κουλτούρα διακρίσεων στη βάση των πολιτισμικών διαφορών.
Είναι ο ορισμός του ρατσισμού να αντιμετωπίζει κάποιος έναν άνθρωπο ανακαλώντας αποκλειστικά τα αρνητικά στερεότυπα που έχουν συνδεθεί με την καταγωγή και την πολιτιστική του ταυτότητα, αδιαφορώντας για τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν κάθε προσωπικότητα μοναδική και υιοθετώντας προληπτικά μια εχθρική έναντί του συμπεριφορά.
Συγκεκριμένα, ονομάζεται αντιρομανισμός το να μεταχειρίζεται κανείς τους ρομά σαν να μην είναι ίσοι πολίτες και να προσπαθεί να τους στερήσει τις ελευθερίες που όλοι θέλουν να απολαμβάνουν. Για παράδειγμα το πικ νικ και η χρήση του γρασιδιού στα πάρκα δεν είναι κάποια κατάληψη κοινόχρηστου χώρου. Είναι μια προβλεπόμενη χρήση για την οποία ουδείς θα διαμαρτυρόταν αν ξάπλωναν στον ίδιο χώρο λευκοί και ξανθοί πολίτες ελληνικής ή ευρωπαϊκής υπηκοότητας. Αυθαίρετη κατάληψη κοινόχρηστου χώρου είναι η στάθμευση δικύκλων στα πεζοδρόμια, μια παράνομη αλλά διαδεδομένη πρακτική για την οποία ποτέ κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε τόσο έντονα.
Δεν είναι βέβαια ένα τωρινό φαινόμενο ο αντιρομανισμός. Ιστορικά έχει τεκμηριωθεί ότι από την έξοδο του λαού αυτού από την Ινδία τον 11ο αιώνα, και την άφιξή του στο Βυζάντιο και στη Δύση, οι ρομά υποδουλώθηκαν και ετέθησαν από τότε σε ένα καθεστώς υποδεέστερων ανθρώπων με περιορισμένα δικαιώματα. Όπως συνέβη και με τους Εβραίους, η ρατσιστική αυτή αντίληψη και πολιτική κορυφώθηκε με το Ολοκαύτωμα από τους Γερμανούς ναζί, με τη μαζική εξόντωση σε εκτελεστικά αποσπάσματα και σε θαλάμους αερίων. Υπολογίζεται ότι κατά την επιχείρηση «τελική λύση» μεταξύ 1939-1945 δολοφονήθηκαν 500.000 με 1.500.000 ρομά.
Οι συλλογικές μνήμες αιώνων αποκλεισμού και διωγμών κληροδοτούνται από γενιά σε γενιά και ενδεχομένως έχουν συντελέσει στην επιλογή μιας κουλτούρας εγκλεισμού των ίδιων των ρομά στην κοινότητά τους, ξέχωρα από τις κοινωνίες στις οποίες συνιστούν πάντα μειοψηφία. Πράγματι, επιλέγουν να μπαίνουν στη θέση του «άλλου» και να διατηρούν ανόθευτα τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά και αυτή η επιλογή δημιουργεί παρεξηγήσεις και βέβαια βαθαίνει το κοινωνικό και οικονομικό χάσμα με τις κυρίαρχες ομάδες. Η συνακόλουθη φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι μια αλυσίδα που σπάει πολύ δύσκολα.
Σε αυτή την δεδομένη πλέον και δύσκολη πραγματικότητα υπάρχουν δύο σχολές αντιμετώπισης, αφενός μία εύκολη και αναποτελεσματική και αφετέρου μία δύσκολη και μακροπρόθεσμης αποτελεσματικότητας.
Η πρώτη εύκολη λύση είναι η καταστολή. Να τους μαζέψει η αστυνομία με τη γνωστή ιχνηλάτηση εξωτερικών χαρακτηριστικών (profiling) καταλογίζοντάς τους πραγματικές ή επινοημένες παραβάσεις. Να φύγουν από τη Βάρκιζα και τη Βούλα και να επιστρέψουν στο γκέτο τους, από όπου ιδανικά δεν πρέπει να ξαναβγούν και να τους συναντήσουμε κοντά μας. Να κλειστούν στη φυλακή για πάντα. Να πάνε σε κάποιο άλλο μέρος μέχρι να εξεγερθεί και εκεί η τοπική κοινή γνώμη, ζητώντας με τη σειρά της καταστολή και διωγμό. Προφανώς η λύση αυτή ακολουθείται απαρέγκλιτα δεκαετίες τώρα, γεμίζοντας τα κρατητήρια και αναπαράγοντας διαρκώς το πρόβλημα.
Η δεύτερη λύση απαιτεί γνώση και κατανόηση. Τοπικά, η όποια αντικοινωνική συμπεριφορά παρατηρείται στον δημόσιο χώρο δεν επιτρέπεται να αποδίδεται με γενικευτικούς όρους στο σύνολο των ρομά αλλά να εξατομικεύονται οι ευθύνες όπου διαπιστώνονται, χωρίς επικλήσεις στη φυλή και στα εξηγητικά σχήματα των στερεοτύπων.
Η λύση όμως αφορά βασικά την πολιτεία που απαιτείται να καταστρώσει ένα μεγάλο σχέδιο άρσης των αποκλεισμών και ενθάρρυνσης της πολιτιστικής ανεκτικότητας. Όλοι έχουν να κερδίσουν αν οι ρομά κατακτήσουν όλες τις βαθμίδες εκπαίδευσης και αν ενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία όπως οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες. Καλλιεργώντας αυτό το έδαφος θα ανθίσει μακροπρόθεσμα μια νέα ταυτότητα για τους ρομά που δεν θα συνώνυμο της φτώχειας και της μικρο-εγκληματικότητας. Το πρώτο βήμα δεν μπορεί παρά να γίνει από την κυρίαρχη πολιτιστικά και κοινωνικοοικονομικά ομάδα.
Για όσους θέλουν να κάνουν ένα ανάλογο βήμα κατανόησης, προτείνω το βιβλίο του Ίαν Χάνκοκ, ρομά καθηγητή γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο του Τέξας, με τίτλο Είμαστε ο λαός των ρομά, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.