Μοιραστείτε το
Δεν υπάρχει ίσως πιο πολυσήμαντη, αντιφατική και τόσο ανοιχτή σε ερμηνείες ιστορική έννοια όσο αυτή της Μεταπολίτευσης. Άλλοτε ως θεσμικό ορόσημο, άλλοτε ως ιστορική περίοδος και άλλοτε ως πολιτική κληρονομιά, το φορτίο του όρου «Μεταπολίτευση» έχει δεχτεί πλήθος αναγνώσεων που εκτείνονται από την εξιδανίκευση ως το ανάθεμα.
Το νέο βιβλίο του δημοσιογράφου Διονύση Ελευθεράτου, Μεταπολίτευση. Ένα βολικό «τέρας» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος συνιστά μια αποκαλυπτική μονογραφία για τη φυσιογνωμία της μετα-δικτατορικής Ελλάδας, από μια αιρετική σκοπιά. Παραμερίζοντας κοινούς τόπους και επικεντρωνόμενος στα στοιχεία, ο συγγραφέας υπερασπίζεται τον ριζοσπαστισμό που γέννησε η αντιδικτατορική πάλη και που ο σκιτσογράφος Soloup απέδωσε μοναδικά με τη μορφή ενός πολύχρωμου ταύρου στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Η έρευνα του Ελευθεράτου αποκαλύπτει εισαγωγικά πόσες φορές έχει αναγγελθεί από πολιτικούς όλου του φάσματος το «τέλος της Μεταπολίτευσης», δείχνοντας το πόσο ρευστά είναι τα χρονικά όρια μιας περιόδου που γνωρίζουμε με σαφήνεια πότε ξεκίνησε, με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να ορκίζεται τα ξημερώματα στις 24 Ιουλίου 1974, αλλά αδυνατούμε να προσδιορίσουμε πότε και αν τελείωσε. Μεγαλύτερη συναίνεση υπάρχει στο επίσημο πολιτικό σκηνικό στον χρωματισμό της περιόδου ως κάτι ακαθόριστα ανώριμο και λάθος, σαν μια παιδική ασθένεια που πέρασε η ώριμη πλέον δημοκρατία της χώρας.
Ο συγγραφέας απομονώνει το …μικρόβιο και το ονομάζει «ριζοσπαστισμό», ορίζοντας παράλληλα την ταυτότητά του: Σημειώνει ότι πρώτο στοιχείο του ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης είναι τα διεκδικητικά κινήματα για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, δεύτερο η διεκδίκηση ελευθεριών στη δράση και την έκφραση, τρίτο η αμφισβήτηση των παλιών στερεοτύπων στην πολιτική αλλά και στην κοινωνική συμπεριφορά, τέταρτο η ορμητική είσοδος των συλλογικοτήτων στο δημόσιο προσκήνιο, πέμπτο η νέα ανάγνωση της ιστορίας και έκτο η δημιουργία ενός κλίματος που ευνοεί τις απόψεις υπέρ του κοινωνικού μετασχηματισμού. Στο βιβλίο καταγράφεται πώς επέδρασε το κύμα του ριζοσπαστισμού στην πολιτική, κοινωνική και πολιτιστική σφαίρα της χώρας, συμβάλλοντας σε μια καλύτερη κατανόηση της μετά το 1974 εποχής.
Στο πρώτο μέρος, το βιβλίο περιγράφει τις περιπέτειες της αποχουντοποίησης ως «χρονικό μιας σχοινοβασίας». Στο δεύτερο μέρος εστιάζει σε ορισμένα υποτιμημένα από τους σύγχρονους σχολιαστές χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή: τη στάση του «εθνάρχη» έναντι της Αριστεράς, την απεργιακή πλημμυρίδα της εποχής, τις κρατικοποιήσεις που επικρίθηκαν ως «σοσιαλμανία» και τις βάρβαρες επιβιώσεις του αυταρχισμού και της βίας από τα κρατικά όργανα της εποχής. Το τρίτο μέρος αναλύει τρεις χαρακτηριστικούς δείκτες της καθημερινότητας: Την κυκλοφορία και τα χαρακτηριστικά των εφημερίδων, τη δημοφιλία των αθλητικών θεαμάτων και τις διακυμάνσεις στην αποδοχή της ροκ μουσικής. Στο τέταρτο κεφάλαιο γίνεται διεξοδική ανάλυση στον κινηματογράφο της εποχής. Και το βιβλίο κλείνει με ένα απομυθοποιητικό κεφάλαιο ως προς τα τυπικά επιχειρήματα που κομίζουν οι «haters της μεταπολίτευσης».
Στα σημεία του χορταστικού, 458 σελίδων, βιβλίου που ξεχωρίζουν συγκαταλέγεται οπωσδήποτε η ανάλυση για τη δικαστική «κάθαρση» του κρατικού μηχανισμού από συνεργάτες και όργανα της χούντας. Τα στοιχεία που προσκομίζει ο Διονύσης Ελευθεράτος αναδεικνύουν το μεγάλος πλήθος των στελεχών του στρατού και της αστυνομίας που βοήθησαν τη δικτατορία και έβαψαν τα χέρια τους με αίμα.
Ο συγγραφέας σημειώνει τις «ασπίδες» για τους χουντικούς που ύψωσε ο Άρειος Πάγος με το χαρακτηρισμό του εγκλήματος του πραξικοπήματος ως «στιγμιαίου» το 1975 και τη αρχειοθέτηση πολλών καταγγελιών για βασανιστήρια ως εκπρόθεσμες το 1976, περιγράφοντας τα δειλά βήματα της αποχουντοποίησης. Εντυπωσιάζουν επίσης τα στοιχεία για τον αυταρχικό κατήφορο των δυνάμεων ασφαλείας κατά τη διάρκεια της πρώτης μεταπολιτευτικής κυβέρνησης, που κορυφώθηκαν στον θάνατο τριών πολιτών τον Νοέμβριο του 1980 από χτυπήματα αστυνομικών.
Όμως και την υποτιθέμενη σοσιαλιστική αλλαγή του 1981 αποδομεί ο Διονύσης Ελευθεράτος, τουλάχιστον σε κάποιες λεπτομέρειες της κοινωνικής τότε πραγματικότητας, επισημαίνοντας το καθεστώς λογοκρισίας στα έργα τέχνης που επιβίωσε τουλάχιστον μέχρι το 1982, όταν απαγορεύτηκε η κυκλοφορία ενός βιβλίου του Μαρκήσιου Ντε Σαντ και λογοκρίθηκε ο πρώτος δίσκος του συγκροτήματος Μουσικές Ταξιαρχίες, αξιοποιώντας το προδικτατορικό θεσμικό πλαίσιο.
Πολύ ενδιαφέρουσα είναι επίσης η προσέγγιση του συγγραφέα για τη σταδιακή πορεία αποδοχής του ροκ από την ελληνική κοινωνία, καθώς η μουσική σκηνή του ροκ που αργότερα ταυτίστηκε με τον αντισυμβατικό τρόπο ζωής, κατά τη διάρκεια της χούντας «εκπροσώπησε τελικά μόνο την ανεμελιά, ζώντας στον κόσμο της», όπως αναφέρει.
Τέλος, αξιόλογη είναι η ορθολογική αποδόμηση από τον συγγραφέα του ισχυρισμού ότι «μας κυβέρνησε η γενιά του πολυτεχνείου» τόσο με τους ηλικιακούς όρους όσο και με πολιτικούς. Όπως προκύπτει από τους αναλυτικούς στατιστικούς πίνακες που παραθέτει ο Διονύσης Ελευθεράτος, μέχρι το 1990 η εκπροσώπηση της γενιάς αυτής στα υπουργικά συμβούλια των κυβερνήσεων έφτασε ως το 8% στη δεύτερη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Για τη δε περίοδο ως το 2011, το ανώτερο ποσοστό εκπροσώπησης της γενιάς ήταν το 46% στην πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή (2004-2007).
Το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου για τη Μεταπολίτευση διαβάζεται και ως συνέχεια της εμβριθούς μελέτης Λαμόγια στο χακί που έγραψε το 2015 και αφορούσε στα σκάνδαλα και την ολέθρια οικονομική διαχείριση της χούντας. Οι αιχμηρές και αντισυμβατικές απόψεις του Ελευθεράτου στηρίζονται πάντα σε στοιχεία και δυνατά επιχειρήματα, χαρίζοντας μια διαφορετική ματιά στην πρόσφατη ιστορία.
