Ό,τι γεννιέται πεθαίνει και από τον γενικό αυτό νόμο της ύλης δεν εξαιρείται φυσικά ο καλύτερος φίλος του σύγχρονου ανθρώπου, το ΙΧ αυτοκίνητο. Όλο και πιο συχνή είναι η εικόνα των παρατημένων και αχρηστευμένων αυτοκινήτων που καταλαμβάνουν πολύτιμες πλέον θέσεις στάθμευσης, συμβάλλοντας στην αίσθηση κυκλοφοριακής ασφυξίας που έχει γίνει κανόνας στο κέντρο και απλώνεται τώρα σαν καρκίνωμα και στα προάστια του Λεκανοπεδίου. Όμως η μετατροπή των δρόμων στις γειτονιές σε άτυπα νεκροταφεία οχημάτων είναι μια ανεύθυνη και ανορθολογική στάση πολιτών που αναθέτουν στον Δήμο μια απλή και ανέξοδη υποχρέωσή τους.
Καταλαβαίνει κανείς πολύ εύκολα τι οδηγεί χιλιάδες οδηγούς κάθε χρόνο να παροπλίσουν το όχημά τους. Το παράλογα υψηλό κόστος συντήρησης και επισκευής, η υψηλή φορολογία, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή τιμή μεταπώλησης των οχημάτων σε μια πολύ περιορισμένη αγορά δεν αφήνει περιθώρια επιλογών. Δύο όμορφα ρεπορτάζ στην ιστοσελίδα drive.gr ανέδειξαν το θέμα αυτό με αφορμή δύο παρατημένα οχήματα στη Βουλιαγμένη. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Σαμπαζιώτης υπολόγισε ότι μια εγκαταλελειμμένη «υπέροχη» όπως λέει BMW 530i που βρήκε με αυτοκόλλητο του Δήμου «Εγκαταλελειμμένο» θα έπρεπε να καταβάλει ετήσια τέλη 840-920 ευρώ. Και ένα άλλο «υπέροχο κομψό κουπέ» της Alfa Romeo, επίσης παρατημένο στη Βουλιαγμένη, θα βάραινε τον ιδιοκτήτη του με άνω των 1.000 ευρώ για ετήσια τέλη κυκλοφορίας.
Και δεν πρόκειται για ένα σποραδικό φαινόμενο. Τα χρυσά χρόνια της ελληνικής ευμάρειας παρατηρήθηκε μια έκρηξη αγοράς νέων αυτοκινήτων. Η ενδεκαετία 1999-2009 σύμφωνα με στοιχεία από τον Σύνδεσμο Εισαγωγέων Αντιπροσώπων Αυτοκινήτων και Δικύκλων ξεχωρίζει διότι είναι η μοναδική περίοδος στην ιστορία που καταγράφηκαν νέες ταξινομήσεις που ξεπέρασαν τις 200.000 κάθε έτος. Η χρονιά ρεκόρ ήταν το έτος 2000, με 290.225 νέες ταξινομήσεις. Σύμφωνα με τη λογική, τα οχήματα αυτά ολοκληρώνουν στις μέρες μας τον κύκλο ζωής τους, ενώ ταυτόχρονα φέρνουν δυσβάσταχτο φόρο.

Από εδώ αρχίζουν τα ελληνικά παράδοξα. Διότι ορισμένοι ιδιοκτήτες δεν ακολουθούν την απλή και ανέξοδη διαδικασία της οριστικής διαγραφής του οχήματός τους με την ανακύκλωσή του σε κάποιο συμβεβλημένο σύστημα, η οποία όχι μόνο δεν κοστίζει αλλά μπορεί να αποφέρει και ένα μικρό έσοδο για τον ιδιοκτήτη. Αντίθετα επιλέγουν τη δήλωση ακινησίας του οχήματός τους η οποία απλώς παγώνει τα τέλη κυκλοφορίας. Μόνο που στην περίπτωση ακινησίας, ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να έχει ιδιωτικό, δικό του χώρο για την αποθήκευση του οχήματος και απαγορεύεται να το σταθμεύσει στον δρόμο. Όμως η απαγόρευση αυτή είναι θεωρητική. Δεν συνοδεύεται από κάποιο πρόστιμο ή οποιαδήποτε συνέπεια. Επαφίεται στον πατριωτισμό του οδηγού.
Κάπως έτσι πυκνώνουν τα σαράβαλα που σαπίζουν στις οδούς. Και δεν είναι λίγα. Η Δημοτική Αστυνομία του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης το έτος 2024 τοποθέτησε τα σχετικά αυτοκόλλητα εγκατάλειψης σε 179 οχήματα. Μόνο μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 2025 είχε βάλει άλλα 151 τέτοια αυτοκόλλητα. Εγκαταλελειμμένο ΙΧ θεωρείται και όποιο φέρει πινακίδες αλλά αφήνεται για πάνω από 90 ημέρες σε θέση στάθμευσης, ενώ μετά την αναζήτηση του ιδιοκτήτη του, εκείνος δεν ανταποκρίνεται. Η διαδικασία ωστόσο για να μπορέσει νόμιμα ένας Δήμος να απομακρύνει το παροπλισμένο όχημα (είτε φέρει πινακίδες είτε όχι) δεν είναι απλή. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, αφού περάσουν 15 ημέρες μετά την τοποθέτηση του αυτοκόλλητου, πρέπει να ειδοποιηθεί η Ελληνική Αστυνομία για να κάνει έρευνα μήπως το όχημα εμπλέκεται σε εγκληματικές πράξεις. Αφού απαντήσει η ΕΛΑΣ, ξεκινά ο Δήμος τις διαδικασίες ανακύκλωσης. Η γραφειοκρατία για τον Δήμο είναι τόση που τα αποτελέσματα αργούν. Για παράδειγμα, από τα 151 εγκαταλελειμμένα οχήματα του 2025, έχουν προωθηθεί για ανακύκλωση μόλις τα 27.

Να οφείλεται η στάση αυτή των οδηγών σε έλλειψη ενημέρωσης; Ή αποτελεί άλλο ένα σημάδι κοινωνικής αναισθησίας και περιβαλλοντικής αδιαφορίας; Όπως με μια αναζήτηση δευτερολέπτων στο google μαθαίνει κανείς ότι μπορεί να καταθέσει τις πινακίδες κυκλοφορίας και να απαλλαγεί από τα τέλη της εφορίας με λίγα κλικ στο διαδίκτυο, άλλο τόσο εύκολα πληροφορείται ότι η ανακύκλωση των οχημάτων γίνεται εύκολα και χωρίς έξοδα σε μια πληθώρα εταιρειών που ανταγωνίζονται μεταξύ τους με διαφημίσεις για να εξασφαλίσουν τα πολύτιμα για εκείνες υλικά. Τα ίδια κέντρα απόσυρσης άλλωστε έχουν συμβληθεί και με τους Δήμους οι οποίοι αναλαμβάνουν το βάρος της διαδικασίας αντί των ιδιοκτητών. Η διαφορά του Δήμου είναι ότι καθυστερεί σημαντικά χρονικά και επιπλέον επιβαρύνει τους υπαλλήλους της Δημοτικής Αστυνομίας και όχι μόνο με έναν περιττό φόρτο εργασίας (αυτοψίες, επικοινωνίες με τις αρχές, συμβάσεις με τις εταιρείες κ.λπ.). Την ίδια στιγμή, η γειτονιά στερείται μία πολύτιμη θέση στάθμευσης, το δε όχημα συνιστά μια μικρή περιβαλλοντική βόμβα με επικίνδυνα και τοξικά υλικά σε αποσύνθεση.
