Κάθε καλοκαίρι η συζήτηση για τη νομιμότητα, τη «συνταγματικότητα» και εν γένει το καθεστώς των οργανωμένων ακτών κολύμβησης φουντώνει. Αρκετοί θεωρούν ότι η επιβολή εισιτηρίου στις μόλις τέσσερις κλειστές πλαζ εντός του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης (Βάρκιζα, Βουλιαγμένη, Αστέρας, Α’ Βούλας) είναι παράλογη ή απαράδεκτη. Η πραγματικότητα είναι ότι συγκεκριμένα δημόσια κομμάτια γης από τη δεκαετία του 1960 εξαιρέθηκαν από τη γενική κοινοχρησία και έκτοτε θεωρούνται «τουριστικά ακίνητα», περιουσιακά δηλαδή στοιχεία του κράτους σε ένα χαρτοφυλάκιο που σκοπό έχει να ενισχύει το δημόσιο ταμείο.
Έχει ενδιαφέρον ότι στην τελευταία τροποποίηση της νομοθεσίας για τις παραλίες (το άρθρο 31 στο νόμο 4607 του 2019) γίνεται ονομαστική αναφορά στην «Κ’ Συντακτική Πράξη» του Φεβρουαρίου 1968, την οποία υπογράφουν οι Γεώργιος Παπαδόπουλος και Στυλιανός Παττακός ως «πρόεδρος» και «αντιπρόεδρος» αντίστοιχα του δικτατορικού υπουργικού συμβουλίου. Το κείμενο αυτό επικαλείται την «επιτακτική ανάγκη» για την «όσον ένεστι ταχυτέρα» τουριστική ανάπτυξη της χώρας και δίνει την εξουσία στους τότε υπουργούς να λάβουν αποφάσεις ώστε «να κηρύσσωνται ως τουριστικοί χώροι προς αξιοποίησιν ακίνητα ή τμήματα αυτών ανήκοντα εις την κοινόχρηστον ή την ιδιωτικήν περιουσίαν του Δημοσίου, Δήμων» κ.λπ.
Με τη συντακτική αυτή πράξη προικοδοτήθηκε ο ΕΟΤ με ακτές και έλαβε τη δυνατότητα να παραχωρεί τα ακίνητα αυτά σε τρίτους για εκμετάλλευση. Πρόκειται για το χαρτοφυλάκιο ακινήτων που σήμερα διαθέτει η κληρονόμος εταιρεία του ΕΟΤ, η ΕΤΑΔ. Αντίθετα με άλλες συντακτικές πράξεις της χούντας, τις οποίες η μεταπολίτευση κατήργησε, η συγκεκριμένη παραμένει μέχρι σήμερα σε ισχύ.
Εκτός όμως από το τυπικό μέρος, και πολιτικά το ελληνικό Δημόσιο ποτέ δεν αναίρεσε την απόφαση της δεκαετίας του 1960, ότι δηλαδή η τουριστική ανάπτυξη της χώρας αιμοδοτεί απευθείας την οικονομία του κράτους που εξασφαλίζει έσοδα από την εκμετάλλευση των καλύτερων από φυσική άποψη παραλιών της χώρας.
Στο θέμα αυτό παρατηρείται μάλιστα μια διακομματική συναίνεση. Ακόμη και την περίοδο 2015-2019 επί ΣΥΡΙΖΑ, δεν τέθηκε ούτε καν υπαινικτικά θέμα αλλαγής της πολιτικής αυτής. Αντιθέτως, το 2016 δημιουργήθηκε το Υπερταμείο και το ελληνικό Δημόσιο έκτοτε αποφάσισε ότι τα έσοδα από την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας του θα κατευθύνονται για την απομείωση του δημόσιου χρέους.
Πρακτικά η πολιτική αυτή οδηγεί την ΕΤΑΔ, που είναι θυγατρική εταιρεία του Υπερταμείου, σε συγκεκριμένη οδό αποφάσεων: Δεν ασκεί κοινωνική πολιτική, αλλά στοχεύει στη μεγιστοποίηση των εσόδων της. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι με την επιλογή αυτή ελαφρύνεται ο κρατικός προϋπολογισμός και αφήνει περιθώρια στην εκάστοτε κυβέρνηση να ασκεί κοινωνική πολιτική.
Κινούμενη στο πλαίσιο αυτό, η ΕΤΑΔ ζήτησε πρόσφατα από τον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης αντίτιμο που ξεπερνά το 1 εκατομμύριο ευρώ τον χρόνο για να του παραχωρήσει τη διαχείριση της παραλίας στη Βάρκιζα. Οι απαιτήσεις αυτές (ανάλογες σε όλες τις οργανωμένες ακτές που έχουν παραχωρηθεί σε ιδιώτες) οδηγούν αναπόδραστα και στην επιβολή εισιτηρίου προκειμένου να καλυφθούν τα βασικά έξοδα περιποίησης της ακτής εκτός από το ετήσιο μίσθωμα.
Τι γίνεται όμως με την πρόσβαση των πολιτών στη θάλασσα; Η νομοθεσία (νόμος του 2001 και όχι το Σύνταγμα όπως εσφαλμένα πιστεύεται) ορίζει ότι «ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη, η παρόχθια ζώνη, το υδάτινο στοιχείο» κ.λπ. έχουν ως «κύριο προορισμό» την «ελεύθερη και ακώλυτη πρόσβαση του κοινού προς αυτά».
Το εισιτήριο δεν κωλύει όμως την πρόσβαση; Η απάντηση είναι «όχι». Όπως το εισιτήριο στις δημόσιες συγκοινωνίες δεν στερεί το δικαίωμα χρήσης τους από τους πολίτες, έτσι και το εισιτήριο στις πλαζ δεν θέτει μόνο του αποκλεισμούς, ενώ ταυτόχρονα εγγυάται την παροχή κάποιων βασικών υπηρεσιών και υποδομών που απουσιάζουν στις ελεύθερες ακτές.
Άλλωστε, η αναλογία των οργανωμένων προς τις ελεύθερες παραλίες, ακόμα και στον Δήμο Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης όπου υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση κλειστών πλαζ εντός Αττικής είναι ξεκάθαρη: Στα 27 χιλιόμετρα του παραλιακού μετώπου από τη Βάρκιζα ως τη Βούλα, οι 4 οργανωμένες ακτές καταλαμβάνουν μόλις 3,6 χιλιόμετρα, ενώ οι ελεύθερης και εύκολης πρόσβασης παραλίες με αμμουδιά εκτείνονται σε 4,4 χιλιόμετρα σε πάνω από 20 σημεία.
Θα μπορούσε να αλλάξει το μοντέλο αξιοποίησης των παραλιών; Ασφαλώς, διότι καμία απόφαση δεν είναι δόγμα, πόσω μάλλον μια κρατική πολιτική που χαράχθηκε πριν 80 χρόνια, όταν ο τουρισμός είχε άλλο περιεχόμενο και η Αττική ήταν ένα ριζικά διαφορετικό τοπίο. Τα σχετικά όμως αιτήματα είναι άτοπο να απευθύνονται στον Δήμο, αφορούν αποκλειστικά τις κυβερνήσεις.