Μοιραστείτε το
Θεσμικές αλλαγές που τροποποιούν σημαντικά το πεδίο άσκησης δημοτικής πολιτικής φέρνει η κυβέρνηση με την επικείμενη αλλαγή του αυτοδιοικητικού εκλογικού νόμου και την πλήρη αναίρεση της απλής αναλογικής που έφερε η μεταρρύθμιση του “Κλεισθένη” επί ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με τις αλλαγές που προανήγγειλε ο Υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης και ο Αναπληρωτής Υπουργός Στέλιος Πέτσας κατά την (διά τηλεδιάσκεψης) συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Κεντρικής Ένωσης Δήμων Ελλάδος (ΚΕΔΕ) τη Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2021, η εκλογή Δημάρχου και Περιφερειάρχη θα γίνεται από την πρώτη Κυριακή με ποσοστό χαμηλότερο του 50% που ισχύει σήμερα με τη διευκρίνιση ότι το ακριβές ύψος του “πρόκειται να διευκρινιστεί έπειτα από συνεννόηση με τον πρωθυπουργό”.
Σημαντικότερη ωστόσο αλλαγή που πρώτη φορά εισάγεται στην αυτοδιοικητική πολιτική είναι η θέσπιση ορίου για την είσοδο ενός συνδυασμού στο Δημοτικό και Περιφερειακό Συμβούλιο, που σήμερα τοποθετείται “περίπου στο 3%” όπως αναφέρεται στη σχετική ανακοίνωση, χωρίς να αποκλείεται αυτό να ανέβει, όπως εισηγούνται αρκετοί θεσμικοί παράγοντες της ΚΕΔΕ στην κυβέρνηση. Πρόκειται για σαφή αναλογία με το εκλογικό σύστημα για το εθνικό κοινοβούλιο που αφήνει. Στην περίπτωση του Δημοτικού Συμβουλίου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης, πλαφόν 3% θα σήμαινε ότι ο συνδυασμός του Μανώλη Δασκαλάκη που έλαβε 2% στις τελευταίες εκλογές δεν θα λάμβανε έδρα.
Αν η απλή αναλογική έδωσε ώθηση στην πολυδιάσπαση των δημοτικών παρατάξεων, η θέσπιση πλαφόν θα οδηγήσει στην αντίστροφη τάση, αυτή της ενοποίησης αντιπολιτευόμενων φωνών από μικρές παρατάξεις, αν και η πράξη έχει δείξει ότι αυτό δύσκολα επιτυγχάνεται.

Σύμφωνα με το νέο σύστημα, ο νικητής του πρώτου γύρου που λαμβάνει το απαραίτητο ποσοστό (σύμφωνα με πληροφορίες θα κινείται γύρω στο 40%) θα λαμβάνει “μπόνους” εδρών ώστε να διαθέτει τα 3/5 του σώματος. Σε περίπτωση ωστόσο που ο νικητής συνδυασμός συγκεντρώσει ποσοστό άνω του 60%, θα εφαρμόζεται η απλή αναλογική.
Επόμενη σημαντική αλλαγή που προωθείται είναι η κατάργηση της χωριστής κάλπης άρα και των χωριστών ψηφοδελτίων – συνδυασμών για τους κοινοτικούς συμβούλους.