Μοιραστείτε το
Η λογοτεχνία των ναυτικών φέρνει πάντα στο χαρτί μια συναρπαστική ποικιλία απόκοσμων εικόνων και πρωτόγνωρων συναισθημάτων για τους στεριανούς. Τα διηγήματα του Ανδρέα Καρκαβίτσα Λόγια της Πλώρης (εκδόθηκαν το 1899), το μυθιστόρημα Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη (2006) και βέβαια τα ποιήματα του Νίκου Καββαδία (η πρώτη του συλλογή Μαραμπού εκδόθηκε το 1933) είναι οι πιο γνωστές ίσως σελίδες από ένα μεγάλο σώμα μυθοπλασίας που μπορεί σε κάθε εποχή να κερδίζει αναγνώστες για την ιδιαίτερη γλώσσα και τις απρόσιτες για τους περισσότερους εμπειρίες που μεταφέρει.
Στο λογοτεχνικό αυτό κόσμο ανήκει και η νουβέλα Θάλασσα του Κώστα Σούκα που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1943 και κυκλοφορούσε με επανεκδόσεις ως τη δεκαετία του 1980, περνώντας έπειτα στη λήθη. Η νέα έκδοση του βιβλίου από τον Τόπο επαναφέρει στην προσοχή μας ένα σπάνιας ποιότητας κείμενο, δουλεμένο γλωσσικά με μαεστρία και με έναν εντυπωσιακό λεξιλογικό πλούτο, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα μια σπουδαία μελέτη στις ψυχικές παρορμήσεις που φέρνουν στην επιφάνεια ακραίες καταστάσεις επιβίωσης.
Το θέμα της θαλασσινής περιπέτειας γνωρίζουμε ότι συναρπάζει το κοινό από τον καιρό που η ποίηση ήταν αποκλειστικά προφορική, από τα βάθη δηλαδή της αρχαϊκής εποχής, πριν η περιπλάνηση του Οδυσσέα λάβει τη γραπτή μορφή που της έδωσε στο έπος του ο Όμηρος στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Στον ίδιο καμβά εντάσσεται και η σύντομη ιστορία του Κώστα Σούκα: Μια βάρκα με ένα πλήρωμα συντρόφων μέσα σε μια εχθρική θάλασσα έχει στόχο να επιστρέψει σπίτι. Βέβαια, αντίθετα με την προοικονομία των επών, δηλαδή τα σοφά ομηρικά προοίμια που γνωστοποιούσαν σαν σπόιλερ το τέλος της ιστορίας για να τονιστεί η πλάνη των ηρώων, η νουβέλα Θάλασσα ξετυλίγεται μέρα την ημέρα, καταφέρνει να κορυφώσει την αγωνία και να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό σασπένς που γυρνάει τις σελίδες λαίμαργα.
Οι αναπολήσεις των ανεμοδαρμένων ηρώων που λαχταρούν τον νόστο οδηγούν την αφήγηση στη στεριά όπου με τον ηθογραφικό ρεαλισμό του συγγραφέα γνωρίζουμε πολύ ιδιαίτερα μέρη και χαρακτήρες μιας άλλης εποχής, όπως την Νίτσα την παχιά ιερόδουλη που έγινε το απόλυτο απωθημένο ενός από τους ναύτες. Οι πρωταγωνιστές της θάλασσας ζουν μια ακραία εμπειρία, ο θάνατος τους ακουμπά και η απελπισία τους ωθεί σταδιακά στην αποανθρωποποίηση όταν εποφθαλμιούν να γδύσουν το πτώμα ενός πεθαμένου τους συντρόφου για να ζεσταθούν:
«Αλλά το χειρότερο είχε συντελεστεί μέσα στους περισσότερους: Πηδήσανε πια τον τοίχο που χωρίζει το χτήνος απ’ τον άνθρωπο. Είχανε σπάσει την κλωστίτσα που τους έδενε ακόμα με τον χτεσινό σύντροφό τους. Κι αν ακόμη δεν έβαλαν χέρι στα ρούχα του πεθαμένου, ο φόβος μήπως τους δει ο καπτά Μαλάμος τούς κρατούσε».
Ο αφηγητής του Κώστα Σούκα παρατηρεί τους χαρακτήρες έναν έναν, ψυχολογεί δίκαια και απροκατάληπτα με μια ψύχραιμη συμπάθεια προς το πολύπαθο πλήρωμα κι ας φανερώνουν ένα πολύ σκληρό πρόσωπο. Καθώς οι ναυαγοί βλέπουν από τη σωσίβια λέμβο το καράβι τους να βυθίζεται φλεγόμενο, ο αφηγητής παραθέτει έναν αξιοπρόσεκτο στοχασμό:
«Μέσα της η φωτιά έκρυβε την ακατάλυτη δύναμη της φθοράς και της καταστροφής, κι αυτή σ’ όλα τα πάντα της ζωής είναι το αντίβαρο της δημιουργίας. Μια μοίρα που δεν την έλεγες κακιά, γιατί βρίσκεται πέρα απ’ το καλό και το κακό, κι ορίζει παντού τον νόμο της ζωής, να ‘ναι αξεχώριστος από τον νόμο του θανάτου».
Ο συγγραφέας της Θάλασσας δεν ήταν ναυτικός, υπηρέτησε όμως τη στρατιωτική του θητεία σε πολεμικό πλοίο. Ήταν δημοσιογράφος, χρονογράφος και συνεργάτης περιοδικών και εργαζόταν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη του Πειραιά. Η έκδοση της νουβέλας το 1943, μέσα δηλαδή στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, οδηγεί σε σκέψεις γύρω από την πιθανή παραβολική λειτουργία της ιστορίας: Το καράβι που βυθίζεται είναι μια στερεότυπη μεταφορά για τις κλυδωνιζόμενες χώρες, το δε πλήρωμα που παλεύει να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον που μυρίζει θάνατο έχει προφανείς αναλογίες με έναν λαό που αγωνίζεται να βγει στο λιμάνι της ελευθερίας. Σε κάθε περίπτωση, η νουβέλα συγκέντρωσε εξαιρετικά σχόλια από τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής (στην έκδοση του Τόπου περιλαμβάνονται εκτενή αποσπάσματα από την κριτική υποδοχή του βιβλίου), ενώ το 1957 ο Κώστας Σούκας έλαβε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος.