Μοιραστείτε το
Σύμφωνοι, δουλειά της επικοινωνίας και των δημόσιων σχέσεων είναι να εξωραΐζουν κάπως την ωμή πραγματικότητα. Τι γίνεται όμως όταν την αντιστρέφουν; Όταν τα δελτία τύπου δημόσιων φορέων αποκρύβουν τα γεγονότα και κατασκευάζουν έναν εικονικό κόσμο;
Αυτή είναι η περίπτωση του Δήμου Γλυφάδας που υποστήριξε σε τηλεοράσεις, εφημερίδες και διαδίκτυο στις 18 Μαρτίου ότι μείωσε κατά 20% τα δημοτικά τέλη της πόλης για να επιδαψιλεύσει επαίνους. Η πεζή πραγματικότητα όμως είναι ότι η δημοτική αρχή υποχρεώθηκε υπό το βάρος δικαστικών εναντίον της αποφάσεων να καταργήσει ένα πρόσθετο χαράτσι που επέβαλε από το 1995 στα δημοτικά τέλη εν αγνοία των περισσοτέρων.
Το έξυπνο επιτελείο «πούλησε» την ήττα ως παραχώρηση. Όμως η ιστορία αυτή έχει περισσότερες και πιο σοβαρές διαστάσεις.
Αρχικά, οφείλει να δει κανείς τι πραγματικά σημαίνει η μείωση αυτή. Ο οικιακός συντελεστής των ανταποδοτικών τελών για καθαριότητα και ηλεκτροφωτισμό που ενσωματώνονται στους λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας, με την κατάργηση του πρόσθετου τέλους διαμορφώθηκε στη Γλυφάδα από το 1,30 στο 1,04. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι ο ένοικος ενός διαμερίσματος 100 τ.μ. στη Γλυφάδα θα πληρώνει 26 ευρώ το χρόνο λιγότερα ή διαφορετικά, η διαφημισμένη μείωση αντιστοιχεί σε 2,16 ευρώ το μήνα.
Αυτό που σήμερα καταργείται είναι ένα «καπέλο» που το 1995 αποφάσισε ο πρώην Δήμαρχος Θεόδωρος Σπονδυλίδης να επιβάλει στους Γλυφαδιώτες προκειμένου ο Δήμος να βρει έσοδα για την ολοκλήρωση ενός προγράμματος απαλλοτριώσεων που θα έδινε στην πόλη περισσότερους κοινόχρηστους χώρους. Οι πόροι αυτοί βέβαια ποτέ δεν αξιοποιήθηκαν γι’ αυτό το σκοπό και απλώς χρηματοδοτούσαν τις λοιπές λειτουργίες του Δήμου.
Σήμερα, 27 χρόνια μετά, σύμφωνα με τις υπηρεσίες του Δήμου Γλυφάδας το πρόσθετο ποσό που έχει συγκεντρωθεί από τους Γλυφαδιώτες, ανέρχεται σε 14.478.661,83 ευρώ και βέβαια δεν υπάρχει πουθενά συγκεντρωμένο σε κάποιο τραπεζικό λογαριασμό.
Εξ ου και στην απόφασή του το Δημοτικό Συμβούλιο με πρόταση της διοίκησης Παπανικολάου που βρήκε κάθετα αντίθετη την αντιπολίτευση (ενδεικτικά οι θέσεις του Παναγιώτη Γιάχου και του Τάσου Ταστάνη) όρισε ότι τον εικονικό αυτό «κουμπαρά» θα τον διαθέσει «προς κάλυψη λειτουργικών και λοιπών γενικών δαπανών ή/και την υλοποίηση έργων και επενδυτικών δραστηριοτήτων». Με αυτή τη διατύπωση, το Δημοτικό Συμβούλιο δικαιολογεί εκ των υστέρων τη διάθεση του πόρου αυτού διαχρονικά σε άλλους σκοπούς.
Έχει ενδιαφέρον ότι την απόφαση αυτή πυροδότησαν οι δικαστικές προσφυγές από το 2019 κατοίκου που έχει ιδιοκτησία στη Γλυφάδα, για την παράνομη όπως αποδείχτηκε «επιβολή τέλους καταβολής αποζημιώσεων απαλλοτριωμένων ακινήτων».
Το θέμα έγινε γνωστό στην αντιπολίτευση του Δήμου Γλυφάδας στις 2 Μαρτίου, όταν στην Οικονομική Επιτροπή συζητήθηκε ότι το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά δικαίωσε τον κάτοικο και ανατέθηκε σε δικηγόρο να γνωμοδοτήσει αν ο Δήμος πρέπει να ασκήσει ένδικα μέσα ή όχι εναντίον της απόφασης.
Όλα αυτά θα αφορούσαν αποκλειστικά τη Γλυφάδα και κανέναν άλλο, αν δεν ήταν ακριβώς η στιγμή που όλη η αυτοδιοίκηση της χώρας πιέζεται ασφυκτικά από την απόφαση της κυβέρνησης να μετακυλήσει στους Δήμους και συνακόλουθα στους πολίτες μέσω των δημοτικών τελών ένα νέο χαράτσι με το όνομα «τέλος ταφής», ύψους συνολικά 120 εκατομμυρίων ευρώ ως μοχλό πίεσης των τοπικών αρχών να αυξήσουν την ανακύκλωση.
Οι ανακοινώσεις του Δημάρχου Γλυφάδας έγιναν την ίδια ημέρα που στο Καβούρι, στην Έκτακτη Συνάντηση Δημάρχων όπου ο Γιώργος Παπανικολάου δεν παρευρέθηκε ούτε λεπτό, η Κεντρική Ένωση Δήμων Ελλάδος με μια φωνή απαιτούσε από την κυβέρνηση να αναβάλει και να μειώσει το τέλος ταφής επειδή οι δημοτικοί προϋπολογισμοί δεν αντέχουν να το σηκώσουν.
Αλήθεια, πώς μπορεί να μειώσει τέλη ένας Δήμαρχος όταν το κόστος ρεύματος για τον ηλεκτροφωτισμό έχει αυξηθεί κατά 115% και το κόστος καυσίμων για τα απορριμματοφόρα κατά 70%; Η αυτοδιοίκηση της χώρας άκουσε εμβρόντητη αυτή την παραπλανητική ανακοίνωση που ήρθε να ακυρώσει όλη την επιχειρηματολογία της ΚΕΔΕ.
Η ψευδαίσθηση που καλλιεργείται ότι η Γλυφάδα μπορεί να αποτελέσει μοναδική εξαίρεση στους 332 δήμους της χώρας σίγουρα δίνει ένα επικοινωνιακό «χαρτί» στον Γιώργο Παπανικολάου για την πολιτική του σταδιοδρομία. Όμως καλλιεργεί και μια πολύ επικίνδυνη πλάνη: Ότι αρκεί η πολιτική βούληση ενός Δημάρχου για να μειωθούν τα δημοτικά τέλη και να ανασάνουν φορολογικά οι πολίτες.
Η πικρή πραγματικότητα είναι ότι βάσει της ελληνικής νομοθεσίας τα ανταποδοτικά τέλη χρηματοδοτούν αποκλειστικά τις υπηρεσίες καθαριότητας και φωτισμού και ότι μόνο η μείωση του κόστους διαχείρισης των αποβλήτων θα μπορούσε να πιέσει προς τα κάτω και τα τέλη.
Σε ένα ευρωπαϊκό περιβάλλον που πιέζει με μεγάλα πρόστιμα τη χώρα μας να καταργήσει την ταφή απορριμμάτων, η μεγάλης κλίμακας εκτροπή των αποβλήτων από την ταφή, η επαναχρησιμοποίηση των υλικών και η ανακύκλωση είναι ο μόνος δρόμος για εξορθολογισμό της στρεβλής ελληνικής πραγματικότητας που θεωρεί δεδομένη την επέκταση των χωματερών.
Μόνο που ο δρόμος αυτός απαιτεί, όπως η εμπειρία του Δήμου Βάρης Βούλας Βουλιαγμένης έχει αποδείξει, συστηματική προετοιμασία, επενδύσεις και εκπαίδευση της κοινωνίας σε έναν άλλο τρόπο ζωής. Όχι μια ανακοίνωση – πυροτέχνημα.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Δημοσιογράφος, φύλλο 42, Μάρτιος 2022